ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (4039 λέξεις)
ΓΡΕΒΕΝΑ – ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ – ΚΑΛΛΟΝΗ (1ο άρθρο από 2)
Κείμενο - Διαφάνειες: Άγγελος Σινάνης e – mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
© Φεβρουάριος 2003
Στα Μαστοροχώρια των Γρεβενών
Εκεί που οι απολήξεις του Βοίου, συναντούν το δυτικό τμήμα του νομού Γρεβενών, πλησιάζοντας προς το όριο με τον νομό Κοζάνης, βρίσκονται φωλιασμένα, τα σχεδόν άγνωστα Μαστοροχώρια του Βοΐου.
Οι περισσότεροι ταξιδιώτες στο άκουσμα τους, νομίζουν ότι πρόκειται περί λάθους, αφού η μνήμη τους οδηγεί, προς τα ομώνυμα χωριά της Ηπείρου. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ξάφνιασμα για τον επισκέπτη. Όμως αυτές οι εκπλήξεις είναι, που κάνουν τα Γρεβενά, και την ευρύτερη ορεινή περιοχή της Βόρειας Πίνδου, αγαπητή στους περιηγητές, που συνεχώς ανακαλύπτουν νέα τμήματα, συναρπαστικές διαδρομές, μιας άγνωστης Ελληνικής ενδοχώρας.
Στις αρχές του 19ου αι. στα χωριά του νοτιοανατολικού τμήματος του Βοίου, οι χτίστες, που μέχρι τότε εξυπηρετούσαν τοπικές ανάγκες ανοικοδόμησης, συγκρότησαν τα πρώτα μπουλούκια – ισνάφια μαστόρων με διάφορες, εξειδικευμένες κατά περίπτωση ειδικότητες, όπως θα δούμε πιο κάτω, που μετακινούνταν σε διάφορες περιοχές. Χρησιμοποιώντας την πέτρα που αφθονούσε στα βουνά της Πίνδου, ύψωσαν σπίτια, εκκλησίες, και λαμπρά δημόσια κτήρια. Για τα δυτικότερα χωριά, Δασύλλιο, Τρίκορφο, Καλλονή, Άγιο Κοσμά, όπου τα φτωχά εδάφη δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν το σιτάρι, και οι ρεματιές δεν ευνοούσαν την κτηνοτροφία, η μαστορική, ήταν και για αυτούς, η μόνη διέξοδος επιβίωσης. Οι οικοδομικές συντεχνίες που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή, έδωσαν ώθηση στην οικονομία και τον πολιτισμό ολοκλήρου του τόπου.
Χαρακτηριστικά της τέχνης τους, είναι τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια που, πληθωρικά, τα συναντάτε σε όλη την περιοχή. Οι έως τότε άσημοι αγρότες έμελλε να επιδοθούν με μεγάλη επιτυχία στην οικοδομική, έγιναν ξακουστοί ως τεχνίτες της πέτρας, και τα χωριά που κατοικούσαν, πέρασαν στην ιστορία σαν Μαστοροχώρια.
Δύο, από τις τρεις κύριες εισόδους για να φτάσετε στα μαστοροχώρια, είναι πάνω στην Εθνική οδό που συνδέει, την Κόνιτσα με τα Γρεβενά περνώντας μέσα από εκπληκτικά τοπία, διασχίζοντας μεγάλα δάση πάνω στις κυματιστές ράχες του Βοίου. Ο Πεντάλοφος, και βορειότερα το Τσοτύλι, τα δύο παλιά ιστορικά κεφαλοχώρια, είναι οι είσοδοι στον ορεινό χώρο, αποτελώντας ταυτόχρονα τα κέντρα που παλιότερα είχαν τις μεγαλύτερες σχέσεις, και συναλλαγές με τα μαστοροχώρια.
Η ‘’κλασσική’’ όμως διαδρομή φεύγει από την πόλη των Γρεβενών, ακολουθώντας τον δρόμο προς τα χωριά Οροπέδιο, Λείψι, Εκκλησιές χαρακτηριστικούς οικισμούς με πολλά πέτρινα σπίτια. Πιο μακρινή, αλλά πολύ πιο γραφική είναι η διαδρομή που προσεγγίζει τα χωριά από το Μεγάλο Σειρήνι, προς τις Αμυγδαλιές και τα Αηδόνια1. Εκεί, ο δρόμος διακλαδώνεται, και εσείς πάτε αριστερά προς Κυδωνιές, Αγ. Κοσμά, Κυπαρίσσι, Τρίκορφο, Καλλονή στην ενδοχώρα του Βοίου στα βόρεια ‘’σύνορα’’ του νομού. Τα προαναφερθέντα φροντισμένα χωριά μαζί με το Δασύλλιο, Καλλονή, Εκκλησιές, Λείψι, Δασάκι, Κριθαράκια, Κληματάκι, Κριμίνι, Δίλοφο, αποτελούν μια ενιαία ενότητα με ίδια ήθη και έθιμα αλλά κυρίως ασχολίες, με άφθονα δείγματα της μαστορικής τέχνης του Βοίου.
Οι κάτοικοι των πρώτων οικισμών μοίραζαν με κόπο το ενδιαφέρον τους, ανάμεσα στην γεωργία και την κτηνοτροφία. Αν η γεωργία ήταν περιορισμένη, εξ’ αιτίας του ορεινού εδάφους, δεν συνέβαινε το ίδιο με την κτηνοτροφία, που αναπτύχθηκε σημαντικά, όταν τον 18 αι. οι οικισμοί μεγάλωσαν, και έγιναν κεφαλοχώρια. Αρκετοί τσελιγκάδες έγιναν πολλοί πλούσιοι, από τα τυριά και κυρίως το μαλλί. Είναι γνωστό, ότι τον 17ο - 18ο αι. τα Γρεβενιώτικα καραβάνια διέσχιζαν τα χιονισμένα βουνά για να μεταφέρουν στην Ευρώπη τα πλεονάσματα σε μαλλί, δέρματα, και υφαντά.
Τότε άνθισε και το επάγγελμα των κυρατζήδων. Αυτοί ταξίδευαν τέσσερις φορές το χρόνο από τα χωριά τους στην Πόλη, και αλλού, μεταφέροντας εκτός των εμπορευμάτων, γράμματα, και χρήματα με το σύστημα της ‘’πόλτσας’’2. Το εμπόριο μαλλιών, γινόταν στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, τόσο από ξένους αντιπροσώπους, όσο και από Έλληνες. Τα μαλλιά συγκεντρώνονταν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί μετακομίζονταν, με καραβάνια, προς της χώρες της Ευρώπης, και με πλοία κυρίως προς τη Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία.
Η επανάσταση του Διονυσίου Σκυλόσοφου, το 1611, είχε σαν αποτέλεσμα, φοβερούς διωγμούς Ηπειρωτών από τους Τουρκαλβανούς. Το κύμα μετακίνησης που έγινε από την Ήπειρο, προς τα ανατολικά σε όλη τη διάρκεια του 17ου έως τον 18ο Αι, (με τα Ορλωφικά εγκαταστάθηκαν και Πελοποννήσιοι) ενίσχυσε σημαντικά τον πληθυσμό, που στρέφεται στα επαγγέλματα που συνδέονται με την οικοδομική. Στις αρχές του 20ουαι, ο πληθυσμός τονώθηκε ακόμη μια φορά από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Οι νέοι κάτοικοι έφεραν μαζί τους νεωτερισμούς, γνώσεις, και με την εμπειρία τους ανανέωσαν τις καλλιεργητικές μεθόδους που εφαρμόζονταν χρόνια στην περιοχή. Η παραγωγή αυξήθηκε και τα χωριά μεγάλωναν. Από κει και μετά, ασκούσαν παραδοσιακά το επάγγελμα του κτίστη δημιουργώντας, και αυτοί, όπως και οι Ηπειρώτες, οργανωμένα περιπλανώμενα μαστορικά μπουλούκια, τα περίφημα ισνάφια των κουδαραίων ή καλφάδων.
Το κάθε ισνάφι αποτελούνταν από κτίστες, μαραγκούς, πελεκάνους, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ζωγράφους, τσιράκια. Με τον καταμερισμό της δουλειάς, γινόταν το έργο γρήγορα και συντονισμένα από τον αρχηγό του ισναφιού, το πρωτομάστορα. Η περιοχή του Βοίου, είναι η σημαντικότερη κοιτίδα μαστόρων της Μακεδονίας, και οι κτίστες αυτοί, όπως και οι Ηπειρώτες, ξενιτευόταν χρόνια ολόκληρα στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Μικράς Ασίας, την Ανατολή όπως την έλεγαν, φτάνοντας στα πέρατα της Καππαδοκίας. Πέρασαν τον Τίγρη και τον Ευφράτη, κι έφτασαν πέρα από την Τεχεράνη, βαθιά στην Περσία, ανεγείροντας όλων των ειδών τα κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, σπίτια, εκκλησίες και γεφύρια. Αργότερα με την τέχνη τους κατέκτησαν την Αμερική, τον Καναδά, και την απόμακρη Αυστραλία.
Τις βαλκανικές χώρες τις θεωρούσαν γειτονικές, Σερβία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Αυστρία κ.λ.π. Αυτοί όμως που έκτιζαν, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες ή στην Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος είδαν και υιοθέτησαν νέους τρόπους, νέα σχέδια, νέα θέματα ζωγραφικών παραστάσεων, δηλαδή όλες τις νέες Ευρωπαϊκές τάσεις. Σήμερα, όλα αυτά τα χωριά διασώζουν δεκάδες τέτοια κτίσματα και λεπτομέρειες, π.χ. το τέμπλο του Αγίου Ευσταθίου στο Κριμίνι, με εξαιρετικά λεπτοδουλεμένες ελισσόμενες γιρλάντες, ενώ πολλά από τα έργα τους, έχουν ακόμα τις λιθανάγλυφες χρονολογήσεις του ιδιοκτήτη ή του πρωτομάστορα.
Οι νομάδες κτηνοτρόφοι στο μεταξύ, εξακολουθούσαν στο αέναο πέρασμα του χρόνου, να μετακινούν τα κοπάδια τους από την Θεσσαλία στον ορεινό όγκο της βόρειας Πίνδου από τα αρχέγονα μονοπάτια. Από τα μονοπάτια αυτά, περνώντας από τη γέφυρα του ποταμού Βενέτικου, κατηφόρισαν τα μπουλούκια των μαστόρων, πηγαίνοντας στις οικοδομές του θεσσαλικού κάμπου.
Από το μεσοπόλεμο, μέχρι τον Β’ Π. Π. η περιοχή άνθησε, και ο πληθυσμός έφτασε στα ανώτερα επίπεδα από ποτέ. Τα ορεινά Γρεβενά ανοικοδομήθηκαν με την εισροή χρημάτων από τους μαστόρους, τα μπουλούκια και τους πρώτους μετανάστες. Η τελευταία αναλαμπή ήρθε μετά την λήξη του πολέμου. Τότε προέκυψε ο εμφύλιος, και τα πάντα κατέρρευσαν. Αργότερα η αστικοποίηση και κυρίως το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα ερήμωσαν κυριολεκτικά την περιοχή.
Στις μέρες μας, έχοντας πια συνηθίσει να κοιτάμε τα ένδοξα, ξεχασμένα και παραμελημένα ερείπια, όπως τα περισσότερα ορεινά μέρη της χώρας μας, τα πλάνα του περιηγητή γεμίζουν από εγκατάλειψη και η ψυχή από παράξενα συναισθήματα. Τα χωριά, συνεχίζουν να περιμένουν το στοργικό χέρι της πολιτείας για κάποιο έργο, κάποια σπίθα ζωής και ανάπτυξης, ώστε να αποφύγουν τον επερχόμενο θάνατο. Όμως, είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, όχι τουλάχιστον στην μορφή που οι κάτοικοι περιμένουν και σίγουρα όχι, αυτές τις εποχές της σπάταλης διαχείρισης και των υπερβολικών εργολαβικών χρεώσεων. Πού θα βγει; ίσως το δούμε κι εμείς, η επόμενη γενιά όμως θα το ζήσει σίγουρα.
Με την καινούργια διοικητική μεταβολή, τα περισσότερα Γρεβενιώτικα Μαστοροχώρια που αναφέραμε, υπάγονται στον Δήμο Αγίου Κοσμά Αιτωλού με έδρα το ηλιόλουστο Μέγαρο, (παλιά Ροδοσίνιστα σε 950 μ. Υ) και έχουν μόλις χίλιους οκτακόσιους κατοίκους. Ο Άγιος Κοσμάς, (παλιό Τσιράκι στα 950 μ Υ) ήταν, μαζί με την Καλλονή, το σπουδαιότερο μαστοροχώρι της περιοχής, με τους κατοίκους του, να διατρέχουν την Ελλάδα φτάνοντας στη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά. Ακόμα και σήμερα, τα πετρόχτιστα σπίτια του, αποπνέουν έναν αρχοντικό αέρα, φωτίζοντας με μαεστρία το φόντο της εποχής, πλέκοντας γοητευτικά σενάρια και αναπαριστώντας την καθημερινή ζωή. Πήρε το νεότερο όνομά του από τον Πατροκοσμά που επισκέφθηκε και δίδαξε και σε αυτά τα μέρη. Μάλιστα στο Μέγαρο περαστικός καθώς ήταν, είπε στους κατοίκους: ‘’Κάμετε υπομονή, γιατί σε λίγα χρόνια θα γίνει ρωμέϊκο, και θα ανάψει μεγάλη πυρκαγιά από την Αυλώνα, προφητεύοντας την απελευθέρωση από τους Τούρκους.
Από τον Άγιο Κοσμά καταγόταν, ο περίφημος λαϊκός αρχιτέκτονας και λιθογλύπτης (έπαιζε και βιολί) Γιώργος Λάζος, (1867 – 1933) περισσότερο γνωστός σαν ‘’κάλφας’’ Βράγγας, τα έργα του οποίου άφησαν εποχή στο Βόιο, στις γύρω περιοχές, και υπάρχουν ακόμα για να τα θαυμάσετε. Θεωρούταν ειδικός στο να κατασκευάζει εικονοστάσια, όμως όλοι οι ‘’απλοί’’ μαστόροι, είχαν εξαιρετικά αναπτυγμένο το καλλιτεχνικό γούστο. Με πολύ μεράκι και επιμέλεια, ωραιοποίησαν το ξύλο ή το μάρμαρο και με ευαισθησία τα έκαναν κομψοτεχνήματα, μικρά αριστουργήματα, που τα βλέπετε στα τέμπλα των εκκλησιών, στα σχολεία και στα καμπαναριά, στα ταβάνια και τα τζάκια, στα σεντούκια και τις ‘’μουσάντρες’’ (επικράτησε το ‘’μεσάντρες’’), ‘’ντουλάπια’’ – ξύλινα ερμάρια, με δύο όψεις που ‘’χώριζαν’’ τα δωμάτια λόγω του μικρού μεγέθους των οικοδομημάτων.
Ένα ρέμα χωρίζει τον Αγ. Κοσμά από τον οικισμό Εκκλησιές (παλιό Βιβίστι στα 940 μ Υ), όνομα που παραπέμπει στις πολλές εκκλησίες με πιο ενδιαφέρουσες τον Αγ. Αθανάσιο και την Αγ. Παρασκευή. Ο οικισμός δημιουργήθηκε όταν οι κάτοικοι της θέσης "Παλαιοχώρι" μετακινήθηκαν στη σημερινή θέση, μέσα σε δάσος από βελανιδιές, για να προφυλαχθούν από επιθέσεις Τουρκαλβανών. Το 1970 οι κάτοικοι των Εκκλησιών, έφτιαξαν ένα παρακλάδι του οικισμού κοντά στον κεντρικό δρόμο που έρχεται από τα Γρεβενά, και έτσι δημιουργήθηκε η Άνω Εκκλησιά.
Στη διαδρομή προς Καλλονή, ακριβώς στην καινούργια γέφυρα πριν το Κυπαρίσσι υπάρχει ένα μικρό ερειπωμένο πέτρινο γεφυράκι κτισμένο πάνω σε έναν μικρό χείμαρρο. Σύμφωνα με την εργασία του Γεωργίου Τσότσου (Μακεδονικά Γεφύρια) ήταν δίτοξο με μεγάλο συγκριτικά πλάτος. Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν ότι κατασκευάστηκε από τον κάλφα Βράγγα χωρίς να διευκρινίζεται το πότε. Το μόνο που μπορεί ο επισκέπτης του να σκεφθεί, είναι, το τι θρύλοι και παραδόσεις, συνοδεύουν την κάθε πέτρα της λιθοδομής του.
Το Κυπαρίσσι (παλιό Δύσβατο και Μπίσοβο στα 940 μ Υ.), στην συνέχεια της διαδρομής, κατορθώνει ακόμα να συγκρατεί περίπου τριάντα κατοίκους, κυρίως, συνταξιούχους κτηνοτρόφους. Στο καφενείο της κ. Βενετίας, (νύφη από την άλλη μαστορομάνα, τη Κάρπαθο), υπάρχει πιθανότητα να γνωρίσετε τον παλιό αγροφύλακα του τόπου, τον κ. Παπαδόπουλο Τριαντάφυλλο, εβδομήντα ενός ετών σήμερα. Είναι από τους κατάλληλους ανθρώπους για να σας μιλήσει για τα παλιά μεγαλεία. Το χωριό, βρισκόταν κτισμένο στην ίδια θέση και δεν έγιναν ποτέ μεταβολές στον πληθυσμό του. Εδώ, στέκουν ακόμα σε καλή κατάσταση, όμορφα πετρόχτιστα, ψηλά δίπατα, και μεγαλοπρεπή τρίπατα σπίτια, δείγματα των θαυμάτων που έκαναν τους ντόπιους δεξιοτέχνες μάστορες, ξακουστούς.
Στο Κυπαρίσσι υπάρχουν τρεις θαυμάσιες εκκλησίες. Την πρωτοκαθεδρία όμως στις καρδιές των κατοίκων, κρατάει αυτή του Αγ. Γεωργίου, στην άκρη του χωριού, καμάρι των κατοίκων, που τη διατηρούν σε καλή κατάσταση. Το τέμπλο της είναι ξυλόγλυπτο ενώ το εσωτερικό διαθέτει ενδιαφέρουσες αγιογραφίες. Στο δρόμο, πριν μπείτε στον μεγάλο περίβολο της εκκλησίας, υπάρχει ένα πρόχειρο στέγαστρο που προφυλάσσει; το περίτεχνο εικονοστάσι, με λιθανάγλυφα του αγίου και αποτρεπτικά σύμβολα, παλιά συνήθεια τον μαστόρων της πέτρας στο Βόιο & αλλού.
Το γλυπτό λιοντάρι, είναι ένα έργο του 1922 του σμιλευτή της πέτρας ‘’κάλφα’’ Βράγγα, που δημιουργήθηκε σε μονοκόμματη πέτρα ύψους δύο μέτρων!. Λένε μάλιστα, πως την μετέφεραν από μακρινή απόσταση με μανέλες, (μακριά ξύλα) τέσσερις άντρες, και χρειάστηκαν τρεις μέρες για τη μεταφορά της. Αν προσέξετε καλύτερα το γλυπτό, θα δείτε τη σχισμή στο στόμα του. Από εκεί έριχναν ‘’τον όβολό τους’’ οι προσκυνητές για το λάδι του καντηλιού, και μέσα από το λαξεμένο ‘’σώμα’’ του λέοντος κατέβαιναν στο παγκάρι, κάτω, χαμηλά, εκεί που είναι η κλειδαριά. Πάνω από το σώμα του λιονταριού υψώνονταν καμάρα, όπου τοποθετούσαν την εικόνα και το καντήλι. Ο ίδιος έκτισε το εικονοστάσι κοντά στη γέφυρα Χρυσαυγής με κεφάλι λιονταριού στην κορυφή. Το κεφάλι εκείνου του γλυπτού έγερνε προς τα πίσω και ‘’άνοιγε’’ χώρο για την εικόνα και το καντήλι.
Αναφέρεται, ότι στο μέρος που έκανε το αυτό το έργο, τον είχαν συλλάβει ληστές, τον έψαξαν και του πήραν τις δύο λίρες που είχε πάνω του. Όταν όμως αυτός τους είπε ότι αυτές προέρχονται από κατασκευές εικονοστασίων, οι ληστές του άφησαν τα χρήματα, τον υποχρέωσαν όμως, να κτίσει το εικονοστάσι. Στον περίβολο της εκκλησίας υπάρχει ένα αξιόλογο δημόσιο κτίριο, το παλιό σχολείο. Σε αυτή την κατασκευή μπορεί ο επισκέπτης να διακρίνει μια επιτυχημένη μίξη, μνημειακής αρχιτεκτονικής με την παραδοσιακή τέχνη και τα υλικά του τόπου. Μέχρι πριν τον πόλεμο, έφτασε, όπως όλα τα χωριά εδώ πάνω, να έχει εκατόν είκοσι μαθητές, σε δύο ‘’βάρδιες’’, πρωινή και απογευματινή.
Από το Κυπαρίσσι και πάνω, τα χωριά είναι περισσότερο ορεινά, με μεγάλα δάση βελανιδιάς και βοσκοτόπια, χωρίς γεωργικές εκτάσεις, όμορφα και γραφικά. Αυτό πάντως που επιβάλλεται, και ταυτόχρονα προβληματίζει, άσχετα από την διάθεση ή τα αισθήματα του επισκέπτη, είναι η εγκατάλειψη, που παντού, κάνει αισθητή την παρουσία της. Σπίτια κλειστά, άλλα ερειπωμένα, σκοτεινιασμένα, στα όρια της κατάρρευσης και άλλα αναστηλωμένα και φρεσκοβαμμένα. Στον δρόμο κανείς, εκτός από κάποιους γέροντες και γερόντισσες που κοιτούν από τα παράθυρα, με πείσμα.
Η Καλλονή (παλιό Λούντζι στα 980 μ Υ), στην σκιά της κορυφής ‘’Ογλάς’’, όπως φανερώνει και το όνομά της, είναι ένα από τα πιο όμορφα, γραφικά και άγνωστα χωριά του νομού. Τα σπίτια είναι ολοπέτρινα, πολλές φορές δίπατα και τρίπατα, χτισμένα παραδοσιακά από τους ντόπιους τεχνίτες, υπάρχει και λαογραφικό μουσείο που δημιούργησε ο δραστήριος Εξωραϊστικός σύλλογος. Τα περισσότερα παλιά καλντερίμια διατηρούνται, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας είναι πνιγμένο στο πράσινο από τις βελανιδιές που την περιτριγυρίζουν. Τα ολάνθιστα ψηλά μπαλκόνια και τα λουλούδια που ξεπετάγονται από παντού δίνουν μια ξεχωριστή ευαισθησία και καθαρότητα στον χώρο. Λες και κάθε πρωί κάποιες νοικοκυρές βγαίνουν και τα ποτίζουν, κόβουν τα ξερά άνθη και τα περιποιούνται. Το ίδιο συμβαίνει και με τις πλακόστρωτες αυλές, λες και ακούγονται ψίθυροι από τα ‘’νέα’’ της γειτονιάς, και κάποιες γυναίκες με το κέντημα στο χέρι ή τις μεγάλες βελόνες για τα πλεκτά, μιλούν για τα περασμένα και τα μελλούμενα.
Ο στενός δρόμος περνά από την πλατεία με την πετρόχτιστη βρύση και το καφενεδάκι, για τσιπουράκι και κάποιο νόστιμο ντόπιο μεζέ, τουρσί ή ομελέτα με λουκάνικο. Αυτό που εντυπωσιάζει στις κουβέντες αυτών των ανθρώπων, είναι οι συζητήσεις, που αν τύχει και τις ακούσετε, μιλούν για τα παλιά, λες και δεν έχει περάσει ούτε μέρα. Συζητήσεις για περιπέτειες που έχουν ακούσει από τους παλιούς μαστόρους, για μακρινά ταξίδια, βροχές, δυσκολίες και καθυστερήσεις από αναποδιές, που φτάνουν ως τις μέρες μας, διανθισμένα με μια ανεπτυγμένη αίσθηση αλληλοβοήθειας – αλληλεγγύης, λες, και δένονται ακόμη οι ίδιοι, με τα δεσμά των ‘’μπουλουκιών’’ - συντεχνιών, έστω και αν οι τελευταίες έχουν από χρόνια διαλυθεί. Τους ξεφεύγει, και κανένα ‘’κουδαρίτικο’’3 κατάλοιπο, από την παράξενη συνθηματική γλώσσα που μιλούσαν οι μαστόροι – κουδαραίοι, που στην μεγάλη ιστορία τους, αναδεικνύονται και γλωσσοπλάστες. Μύθοι και θρύλοι, ζωντανεύουν στα στενά καλντερίμια δίπλα στα χαρακτηριστικά μακεδονίτικα, πετρόχτιστα σπίτια, ορισμένα εκ των οποίων, μετρούν δεκάδες χρόνια παρουσίας.
‘’Λένε ότι κάποτε ήταν ένας Κοντσιώτης (σ.σ. Γαλατινή), υποψήφιος παπάς (σ.σ. πιθανόν μάστορας). Μπήκε ευλαβικά στην Μητρόπολη Σιατίστης και προσκύνησε με πολύ σέβας το Δεσπότη. Εκείνος με πειραχτική διάθεση και για να ιδεί, τάχα τι ξέρει ο υποψήφιος, τον ρώτησε: Τώρα Κοκόλη θέλω και λίγα θρησκευτικά.
- Ποιος έκτισε την Αγιά Σοφιά;
Σκέφθηκε λίγο ο Γαλατινιώτης κι απάντησε με αυταρέσκεια:
- Οι Κουντσιώτες την έκτισαν Δέσποτά μου…….
- Μόνοι τους; τον ρώτησε ο Δεσπότης,
- Ά, ναι.. είχαν και λίγους Ζουπανιώτες (σ.σ. Πεντάλοφος),
- Μα τότε εσύ θα ξέρεις και ποιος έκτισε τον Κόσμο, τον ξαναρώτησε ο Δεσπότης,
- Χάιδεψε λίγο τα μικρά του γένια ο υποψήφιος, πήρε θάρρος από τα χαμόγελα του δεσπότη και είπε δυνατά, κουνώντας χέρια και πόδια:
- Μα οι Κουντσιώτες, δεσποτά μου, δεν είπαμε;
Γέλασε ο Δεσπότης, γέλασε και ο Κουντσιώτης, κοκκινίζοντας και λίγο……’’ (Ευθυμίου Λαζόγκα – από τα πρακτικά του Β’ Συμποσίου Ιστορίας - Λαογραφίας – Γλωσσολογίας – Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικής Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη 4 – 5 Νοεμβρίου 1978).
Αυτό το περιστατικό, που με διάφορες παραλλαγές, συναντάμε σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, π.χ. στην Αθήνα λέγανε παλιότερα, ποιος την έχτισε; οι Μυκονιάτες, ήταν η απάντηση ή κατ’ άλλους, οι Ανδριώτες και οι Σκοπελίτες, ποιοι χτίσανε τη Σάμο; οι Καρπαθιώτες, ποιοι την Πελοπόννησο; οι Λαγκαδιανοί κ.τ.λ. Αυτά, δείχνουν με αδιάψευστο τρόπο, την αυτοπεποίθηση των μαστόρων, στην αξιοσύνη τους και στα εργαλεία τους.
Παλιότερα η Καλλονή, αποτελούσε ένα από τα ακμαία μαστοροχώρια των Γρεβενών. Από τον εκλογικό κατάλογο του 1914 σε σύνολο 160 ψηφισάντων ξεχωρίζουμε 66 κτίστες και 40 εργάτες (με διάφορες ειδικότητες στο σκάλισμα της πέτρας), δύο δάσκαλοι, ένας γιατρός πρακτικός, και ένας υποδηματοποιός. Το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής Γρεβενών έπαιξε τον δικό του ρόλο στην απομόνωση των χωριών, μακριά από κάθε ξένη επιρροή, με εξαίρεση τα μαστοροχώρια. Οι κάτοικοι ήταν ανέκαθεν ταξιδιώτες, κοσμογυρισμένοι, σωστοί κοσμοπολίτες και – κυρίως – περιζήτητοι ξυλουργοί ‘’ταγιαδόροι’’ και κτίστες. Όργωναν με τα μουλάρια τους τόπους, φέρνοντας πίσω εκτός από χρήματα και ιδέες, σχέδια για καινούργια χτισίματα και την πνοή από τις πολιτείες που έζησαν. Το σήμερα βρίσκει τους είκοσι κατοίκους του χειμώνα, να προσπαθούν μέσα στις αντιξοότητες, να επιβιώσουν.
Αξιόλογη είναι η εκκλησία του Αγ. Νικολάου (1864), με τις εικόνες και τις αγιογραφίες της. Υπάρχουν ακόμα η εκκλησία του Προφήτη Ηλία (1 χλμ. Δ) και η εκκλησία της Παναγίας στο ύψωμα ‘’Ογλάς’’. Μέσα στο χωριό υπάρχει άλλος ένας ναός της Παναγίας, αρκετά παλιός, με χαρακτηριστικό του, την πηγή "Αγιονέρι", που σύμφωνα με τους κατοίκους έχει θαυματουργό νερό που πολλοί το πίνουν για ιατρικούς σκοπούς.
Όπως σε όλη την ορεινή Ελλάδα, κάθε καλοκαίρι που γυρνούν στα πάτρια οι κάτοικοι και οι ξενιτεμένοι, έτσι και εδώ, γίνονται πανηγύρια. Όχι σαν και αυτά που τα τελευταία χρόνια έχουν πλημμυρίσει τον τόπο σαν κακέκτυπα, του στυλ, ‘’γιορτή κρασιού, σαρδέλας, τσίπουρου’’ κ.λπ. Σε αυτά τα μέρη κρατούν, και κρατιούνται, ακόμη γερά από την παράδοση, που σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους οδηγεί. Οι ορχήστρες εδώ, παίζουν με τα εντυπωσιακά Χάλκινα όργανα. Εκπληκτικό, μεγαλειώδες άκουσμα όσο και σπάνιο, μια που μαζί με τις κομπανίες χάνονται και οι αυθεντικοί αυτοί ήχοι.
Καρσ’ ί – καρσ’ ί στο Λούντζι, (Καρσί = αντίκρυ – Λούντζι το παλιό όνομα της Καλλονής),
Βαρούνε τα βιολιά!
Χορεύ ο Κωσταντάκης
Με παρδαλά βρακιά….
Σκωπτικό τραγούδι.
Ιστορία άφησε σε όλα τα χωριά της Επαρχίας Βοΐου, ο γνωστός για τη ‘’τρέλα’’ του Τέγος που έπαιζε νταϊρέ. Επίσης, την ευρύτερη περιοχή Γρεβενών - Κοζάνης η ξακουστή ορχήστρα ‘’Σκύλα’’ του παππού Τζιμόπουλου, οι ‘’μουζίκοι’’ από τη Σιάτιστα, που έπαιζαν από το 1920 μέχρι τα τέλη του ‘70. Ο δυνατός, γεμάτος ήχος των χάλκινων κρίθηκε απολύτως κατάλληλος για διασκέδαση σε εξωτερικούς χώρους. Κάποτε με τέτοιες κομπανίες ήταν γεμάτες οι πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας.Στην Φλώρινα, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα, Πεντάλοφο, Γρεβενά, δεν γινόταν εκδήλωση χωρίς την παρουσία των συγκεκριμένων οργάνων. Στο Τσοτίλι Γρεβενών μάλιστα, θεωρούν τους εαυτούς τους επαγγελματίες, ζουν δηλαδή από την μουσική που παίζουν - σε γάμους, γιορτές, πανηγύρια. Πρέπει, για μια φορά να βρεθείτε την παραμονή της γιορτής του Προφήτη Ηλία, (19/7) και ανήμερα, (20/7) στο μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού. Τα τελευταία χρόνια στα Γρεβενά, ο δραστήριος Μ.Ο.Γ, στήνει το μεγάλο τριήμερο πανηγύρι, τα ‘’ανακατωσάρια’’, όπου κομπανίες, ξαναζωντανεύουν αυτά τα θρυλικά γλέντια, κάθε αποκριά.
Αν ο τελικός σας προορισμός είναι η Κόνιτσα, εδώ είναι το πρώτο κατάλληλο σημείο. Μια παράκαμψη περνάει από το μονότοξο πέτρινο γεφύρι της Μαέρης, φτάνει στο Δασύλλιο4 (παλιά Μαγέρι και Μάγερ στα 1000 μ Υ), από τα ψηλότερα χωριά της περιοχής, και συνεχίζει από μια εξ’ ίσου ωραία διαδρομή προς Πεντάλοφο. Η όλο στροφές διαδρομή διασχίζει, απαράμιλλης ομορφιάς τοπία. Το γεφύρι της Μαέρης, στην αρχή περίπου της διαδρομής, κατασκευάστηκε από τον κάλφα Γιώργο Τζιούφα, το 1910, με την συνδρομή των ξενιτεμένων στην Αμερική Δασυλλιωτών. Όμως, η καταλληλότερη συνέχεια, είναι περιοχή του Δοτσικού. (βλ. στον ίδιο τόμο ‘’Κουπατσοχώρια Γρεβενών).
Σημειώσεις:
(1) Τα Αηδόνια (παλιό Στεχάζι) ιδρύθηκαν στα χρόνια του Αλή των Ιωαννίνων. Είναι η πατρίδα του ηρωικού οπλαρχηγού Αθανασίου Μπρούφα, που είναι ο πρώτος αρματολός που διέγνωσε τον κίνδυνο της Μακεδονίας από τους Βούλγαρους και πολέμησε επί μια εικοσιπενταετία τα κατακτητικά τους σχέδια.
(2) Οι κυρατζήδες, έδιναν πρώτα στην οικογένεια του ξενιτεμένου χρήματα, και κατόπιν, όταν πήγαιναν στην πόλη που εκείνος δούλευε, τα εισέπρατταν με τόκο, πέντε γρόσια την λίρα.
(3)Ο καθηγητής Νικόλαος Μουτσόπουλος γράφει ότι οι Πυρσογιαννίτες έπλασαν αυτή τη γλώσσα, όμως, δεν πρέπει να προσπεράσουμε αδιάφορα την δημιουργία πολλών λέξεων, εντελώς διαφορετικών, από τους κουδαραίους του Βοίου, που ακούγονται πιο ποιητικοί. Σε κάθε περίπτωση, η γλώσσα εφευρέθηκε γιατί οι ορεσίβιοι μαστόροι μας, νοιώθανε ξένοι στους τόπους που βρίσκανε πραχάλνα1, χτίζοντας κούφια2, και έπρεπε, να πάρουν τα μέτρα τους. Η πρώτη τους άμυνα, ήταν η γλώσσα. Μην νομίζετε ότι μιλάμε για γλώσσα τέλεια, με γραμματική, κανόνες κ.τ.λ. Αναφερόμαστε κυρίως σε λέξεις, συνθηματικές, που δεσπόζουν στο νόημα της πρότασης με δυσνόητο αποτέλεσμα για τον μπαρό3.
1Δουλειά, 2 Σπίτια, 3Αφεντικό.
(4)Στο χωριό υπάρχει το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που κάποτε (1910) είχε απ’ έξω κρεμασμένες φουστανέλες!. Από στόμα σε στόμα λέγεται η πιο κάτω ιστορία. Όταν οι Αρβανίτες κατά την επανάσταση του 1821 κατέστρεψαν τη Νάουσα, γυρίζοντας στον τόπο τους με πλούσια λάφυρα και σκλάβους, έμειναν ένα βράδυ έξω από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Οι σκλάβοι, δεμένοι καθώς ήταν, παρακάλεσαν την Αγία να τους ελευθερώσει. Η Αγία τους λυπήθηκε και έτσι νοιώσανε τα χέρια τους λυτά και έφυγαν. Το πρωί, οι Αρβανίτες δεν βρήκαν τους σκλάβους και από το θυμό τους μπήκαν στην εκκλησία, και με τα μαχαίρια τους σούβλισαν τα μάτια της εικόνας της Αγίας Παρασκευής. Δεν πρόλαβαν όμως να απομακρυνθούν, και τυφλώθηκαν. Προχωρώντας μετά κουτσά στραβά, βρήκαν ένα παππού και του είπαν για το πάθημά τους. Τότε ο γέροντας τους είπε: να πάρετε λάδι και να το προσφέρετε στην εκκλησία. Γύρισαν πίσω οι Αρβανίτες, βρήκαν τον επίτροπο της εκκλησίας και του άφησαν εκτός από τα χρήματα για πολλές οκάδες λάδι και τις φουστανέλες τους, που οι ίδιοι κρέμασαν έξω από την Αγία Παρασκευή.
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ιδέα & υλοποίηση μορφής: Άγγελος Σινάνης
Αυτόματος Αριθμός Κλήσης: 24620
ΔΙΑΜΟΝΗ: Γρεβενά: ‘’Μηλιώνης’’ 28190, 84092, 23223, ‘’Αίγλη’’ 85019, Μητρόπολη 28085, 23251 – 2, Αχίλλειον 2ο χλμ Γρεβενών - Κοζάνης 85600, ΞΕΝΩΝΕΣ: Μέγαρο: Μερόπη Λιάκου 73286, Χρυσάνθη Κακαρίκα 73229. ΚΑΜΠΙΝΓΚ:. Μελλοντικά στους σκοπούς της Νομαρχίας Γρεβενών είναι να δημιουργηθεί χώρος κατασκήνωσης. Εσείς, στήστε στα ερημικά ξωκλήσια, και φεύγοντας μην αφήσετε σκουπίδια.
ΦΑΓΗΤΟ: Γρεβενά: Στην πλατεία 25ης Μαρτίου, ίσως η μοναδική στην Ελλάδα ταβέρνα που διαθέτει την μεγαλύτερη ποικιλία μεζέδων αποκλειστικά, από εκλεκτά άγρια μανιτάρια Πίνδου. Οι ‘’Αυλαίς’’ 25402 ζητήστε το Θοδωρή. Ονομαστές, από παλιά οι ταβέρνες της πλατείας Αιμιλιανού ‘’Τάκας’’ & ‘’Γκέκας’’. Δοκιμάστε το τοπικό μαλακό τυρί ‘’ανεβατό’’, και την κόκκινη πιπεριά Φλωρίνης. Στα μαστοροχώρια το καλοκαίρι, δοκιμάστε πρόβειο κρέας στα κάρβουνα, τοπικό τσιπουράκι, και νόστιμο ‘’κεμπάπ’’ στις ψησταριές, και τα καφενεία στις πλατείες των χωριών. Εκκλησιές Τζιαμπίρης Χρήστος 82469, Άγιος Κοσμάς Παπαβασιλείου Ευαγγελία 82814, Κυπαρίσσι Σταυροπούλου Βενετία 28643, Καλλονή Μητάκου Δήμητρα 82725, 82695.
ΑΧΡΕΙΑΣΤΑ: Αναπτυξιακή Γρεβενών 87382, 87004, Δήμος Γρεβενών 87843, 4, 74230, Δήμος Αγίου Κοσμά Αιτωλού 73364, Αστυνομική Διεύθυνση Γρεβενών 22407, Α. Τ. Πολυνερίου 81357, Α’ βοήθειες 22222, 22464. Συνεργείο – Βουλκανιζατέρ: Αφοί Παυλίδη 83250.
ΧΡΗΣΙΜΑ: www.fora.gr-grevena www.pamegrevena.gr www.grevena.gr Για το μικρό, λαογραφικό μουσείο Καλλονής απευθυνθείτε στο καφενείο του χωριού που έχει τα κλειδιά. Σαλέ Βασιλίτσας : 84100, Καταφύγιο : ΧΟΣ Γρεβενών 28602, Γραφείο Οικοτουρισμού Γρεβενών Αγίου Αχίλλειου 77, Απόστολος Διανέλος 85032.
ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΑ: Στο κέντρο της πόλης τέσσερα και το μοναδικό στα ορεινά στους Μαυραναίους.
ΧΑΡΤΕΣ: Απεικόνιση με ακρίβεια στον οδικό χάρτη ‘’Νομός Γρεβενών’’ 1:125.000, και ο επίσης αναλυτικός ‘’ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ’’ σε κλίμακα 1:50.000. Και οι δύο εκδόσεις από την ΑΝΑΒΑΣΗ Στοά Αρσακείου 6 Α’, 105 64 Αθήνα, 2103218104, 3210152. Στέλνονται με αντικαταβολή και από το ‘’λίκνο’’ Ελάτη Τρικάλων 2434071826.
ΒΙΒΛΙΑ: Το βιβλίο των Αδαμακόπουλου – Ματσούκα ‘’Πίνδος – Γρεβενά’’ θα σας δώσει μια ολοκληρωμένη άποψη του νομού. Από τις εκδόσεις ΚΑΠΟΝ.
ΛΕΣΧΗ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑΣ: Μ.Ο.Γ. Μοτοσυκλετιστικός όμιλος Γρεβενών: Λυκούργου 10 Τηλ & Fax 80436, www.mog.gr Πληροφορίες για το ταξίδι σας, όλο το χρόνο, βρίσκετε στους ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ - Σύλλογος Μοτοσικλετιστών - Ελάτη Τρικάλων 2434071826.
Περισσότερες πληροφορίες για τα ΓΡΕΒΕΝΑ - ΚΟΥΠΑΤΣΟΧΩΡΙΑ και ΓΡΕΒΕΝΑ - ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ αντλήστε από την ενδεικτική Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία:
Α’ Αυτοτελή Βιβλία
- Φώτη Δ. Παπανικολάου / Γλώσσα και Λαογραφία Επαρχίας Βοΐου / Θεσσαλονίκη 1973
- Πρακτικά Β’ συμποσίου Δυτικομακεδονικού Χώρου / Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης 1979
- Πρακτικά Γ’ συμποσίου Δυτικομακεδονικού Χώρου / Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης 1982
- Βασίλης Νιτσιάκος / Οι ορεινές κοινότητες της Β. Πίνδου / εκδόσεις Πλέθρον 1995
- Γεώργιος Τσότσος / Μακεδονικά Γεφύρια / / University Studio Press / Θεσσαλονίκη 1997
- Ρίκη Βαν Μπουσχότεν / Ανάποδα χρόνια – Συλλογική μνήμη και Ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900 – 1950) / εκδόσεις Πλέθρον 1997
- Γιώργος Δ. Μπατζής / Το Δοτσικό Γρεβενών / Μορφωτικός Σύλλογος ‘’Η Σκούρζια’’ 1999
- Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος – Πηνελόπη Ματσούκα / Γρεβενά / Νομ. Αυτοδιοίκηση Γρεβενών 2000
- Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος – Πηνελόπη Ματσούκα / Πίνδος – Γρεβενά / εκδόσεις ΚΑΠΟΝ / Αθήνα 2001
Β’ Αφιερώματα περιοδικών
-
Χρύσα Σκοπελίτη / Μίλτος Ζέρβας / Βόιο / περιοδικό Ανεβαίνοντας Τ3 Σεπτ – Οκτ 1998
Ανεβαίνοντας / Βόιο / περιοδικό Ανεβαίνοντας / Τ20 Δεκ – Ιαν 2002 - 2003
Θοδωρής Αθανασιάδης – Ζερμαίν Αλεξάκη / Βόιο / περιοδικό ΓΕΩ Τ136 / 16/11/02
Λία Παπαθεοδώρου / Δοτσικό Γρεβενών / περιοδικό ΓΕΩ Τ196 / 19/1/04
Γ’ Άρθρα σε εφημερίδες
-
Ηλέκτρα Σαμοίλη / Μαστοροχώρια Γρεβενών / Καθημερινή 18/1/04