ΗΠΕΙΡΟΣ (6107 λέξεις)
ΚΟΝΙΤΣΑ - ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ
ΠΥΡΣΟΓΙΑΝΝΗ – ΒΟΥΡΜΠΙΑΝΗ – ΑΣΗΜΟΧΩΡΙ – ΧΙΟΝΙΑΔΕΣ – ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΣ
(Γράμμος 1η εργασία από 8)
Κείμενο - Διαφάνειες: Άγγελος Σινάνης e – mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
© Μάρτιος 2004
Στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας
Η επαρχία Κόνιτσας εκτείνεται στον γεωγραφικό χώρο, που περικλείουν οι ορεινοί όγκοι του Γράμμου (βόρεια), του Σμόλικα (ανατολικά), της Τύμφης ή Γκαμήλας (νότια), της Νεμέρτσικας ή Ντούσκο (αρχ. Μερόπης) και του Κάμενικ (δυτικά). Η ομώνυμη επαρχία βρίσκεται στην αγκαλιά του ορεινού όγκου της Βόρειας Πίνδου και περιλαμβάνει σαράντα δύο χωριά αποτελώντας μια από τις βασικές, ιστορικές και πολιτισμικές ενότητες του νομού Ιωαννίνων. Συνορεύει βορειοανατολικά με το νομό Καστοριάς και Γρεβενών, δυτικά με την Αλβανία, νότια με τα Ζαγοροχώρια, και το Πωγώνι. Αρκετά μακρύτερα, από εκεί που άνθισε το τουριστικό ρεύμα του νομού, με πρότυπο το Μέτσοβο, τα Ζαγοροχώρια και τα Γιάννινα.
Η περιοχή της, χαρακτηρίζεται κέντρο της Ηπείρου, όσον αφορά τις ήπιες δραστηριότητες περιπέτειας, (καταβάσεις ποταμών, κανόε – καγιάκ, παραπέντε, διασχίσεις φαραγγιών κ.τ.λ.). Είναι μοναδική, γιατί ταυτόχρονα, μπορεί να μετρά και να αναμοχλεύει στο πέρασμα του χρόνου, τις μνήμες και το παρελθόν, από μια ενότητα ολοπέτρινων χωριών που γέννησαν και έδωσαν στη Χώρα, πλήθος καλλιτεχνών της πέτρας - κουδαραίους, ξυλογλύπτες – ‘’ταγιαδόρους’’, και λαϊκούς ζωγράφους.
Μια από τις ωραιότερες και λιγότερο γνωστές γωνιές της Ηπείρου, αντιπροσωπεύονται στο βόρειο τμήμα του νομού, πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Η περιοχή του Δήμου Μαστοροχωρίων της Κόνιτσας, (δες και συνοπτική παρουσίαση στον τομ Α’ 0-300 1999 ‘’Κόνιτσα – Μαστοροχώρια’’), περιλαμβάνει δώδεκα, από τις πιο καλοφτιαγμένες ορεινές κοινότητες, φωλιασμένες σαν αετοφωλιές, στις δασωμένες παρυφές του Γράμμου(1), ενός από τα λίγα εναπομείναντα παρθένα ορεινά συγκροτήματα της Χώρας. Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο, και ο ρους του ποταμού Σαραντάπορου που μαζί με τον Βοϊδομάτη, καταλήγουν στον Αώο, πλουτίζει την περιοχή και καθορίζει την ιστορική πορεία του τόπου, αποτελώντας την ίδια στιγμή, σημαντικό, οικολογικό, οικονομικό, πολιτισμικό παράγοντα.
Τα μαστοροχώρια, είναι κτισμένα σε μεγάλο ύψος, αριστερά και δεξιά του ποταμού, πνιγμένα σε μεγάλα, υγιή δάση βελανιδιάς - οξιάς. Αποτελεί ιστορικό πρόβλημα, το πότε ιδρύθηκαν τα χωριά και οι μικρότεροι συνοικισμοί τους, το πιθανότερο, είναι τον 15ο – 16ο αι., κυρίως μετά το 1600. Ο Γράμμος, αποτέλεσε τον ζωτικό τους χώρο, εκεί δηλαδή που αναπτύχθηκαν οι εμπορικές σχέσεις και ο πλούτος, αφού στο ίδιο βουνό, συναντάμε τα μαστοροχώρια της Κολώνιας (Kolonje), γύρω από την Ερσέκα. Ο λόγος που βρήκαν καταφύγιο πάνω στα απόκρημνα βουνά, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ήταν η ίδια η Τουρκική κατάκτηση και τα δεινά που αυτή συσσώρευε.
Αυτή η κατάκτηση, επεκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τα, σχετικά πρόσφατα, Εθνικά μας σύνορα(2), (που καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Αλβανίας – Λονδίνο 29/7/1913), στον χώρο της σημερινής Αλβανίας, (η Βόρειος Ήπειρος ανήκε στο Βιλαέτι Ιωαννίνων), και της σημερινής Π.Γ.Δ.Μ.). Όπου έφτανε, το χριστιανικό στοιχείο υπέφερε. Οι βίαιες εξισλαμίσεις, οι ομόφυλη εχθρότητα για αυτές, οι τρομοκρατία των κατακτητών, οι δολοφονίες και οι κάθε είδους εκβιασμοί, εξανάγκασαν το ελληνικό στοιχείο, να εγκαταλείψει τα εδάφη που μέχρι τότε αναπτυσσόταν η γεωργία. Συνοικισμοί αρχικά, χωριά ολόκληρα αργότερα, ερημώθηκαν. Ειδικότερα μετά τις πιέσεις και τις επιδρομές, των Καραμουρατάτων και διαφόρων άλλων αρνησιθρήσκων του Αργυροκάστρου, του Τεπελενίου, της Κολώνιας, και της Πρεμετής, οι κυριότερες ανεπτυγμένες πόλεις της εποχής, ερημώθηκαν.
Πρόσθετος λόγος ήταν η ιδιορρυθμία ή η ανικανότητα της τουρκικής οικονομίας που, μετά το 1600, στρέφεται στην εκμετάλλευση των εσόδων της γης, κάνοντας όσους είχαν απομείνει στον κάμπο να αναζητήσουν με τη σειρά τους καταφύγιο προς τα ορεινά μέρη, στην αγκαλιά των βουνών και στα άγονα νησιά. Εκεί κάθε σόι (φάρα ή σειριά) θα αναπτύξει, τους λίγους αρχικά, στη συνέχεια όλους τους πόρους, ώστε να εξασφαλιστεί η ζωή των οικογενειών σε μεγάλο βάθος χρόνου, όσο γίνεται πιο μακριά από τους δυνάστες τους.
Σιγά – σιγά οι Έλληνες, σε αυτούς τους νέους οικισμούς, με αυτές τις εκμεταλλεύσεις, ολοένα και ποιο έντονα, ειδικά μετά την επέκταση των προνομίων(3), (για τα προνόμια βλ. και ‘’Συράκο – Καλαρρύτες’’ & Ματσούκι Ιωαννίνων τομ Ε’ 0-300 2003), και του οδικού δικτύου επικοινωνίας, οδηγούνται στην αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής σε μεγαλύτερα επίπεδα, αρχίζοντας το εξαγωγικό εμπόριο, πάνω στην παρακμή της πολυεθνικής οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το διάστημα 1774 – 1822 η βιοτεχνική και εμπορική οικονομία παρουσιάζει μια εξαιρετικά δυναμική στροφή προς την δευτερογενή παραγωγή που απογειώνει τα κέρδη, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με το εξωτερικό, την επέκταση των χερσαίων δρόμων επικοινωνίας, την αύξηση του πληθυσμού, και του κοινοτικού (συντεχνίες) πνεύματος.
Η Ήπειρος, και ειδικότερα τα Γιάννινα, έγιναν σχεδόν αυτόνομη πολιτεία, που περιλάμβανε εκτός τη Νότια και τη βόρεια Ήπειρο, την Αλβανία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά και μέρος της Μακεδονίας. Το εμπόριο, στο σύνολό του, έχει περάσει στα χέρια του χριστιανικού στοιχείου, και μικρό τμήμα στους Εβραίους των μεγαλουπόλεων (Γιάννινα). Τότε, αρχίζει να φαίνεται στις πόλεις και τα ορεινά χωριά, μια αυξανόμενη συνεχώς, τάση, για πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, που δεν είναι άσχετη με τις επαφές που έχουν εν’ τω μεταξύ αναπτυχθεί, με την φωτισμένη Ευρώπη. Είναι η εποχή, που στα ορεινά κεφαλοχώρια, οι ξένοι περιηγητές εντυπωσιάζονται από τα μεγάλα οικοδομήματα, τις γνώσεις, την πληθώρα των αγαθών και των ακριβών διακοσμήσεων, τον πλούτο των βιβλιοθηκών, που διαθέτουν δεκάδες ξενόγλωσσους τίτλους, ενώ την ίδια στιγμή, μπορούν να μάθουν τα νέα, από τις εφημερίδες της πατρίδας τους.
Εικοσιοκτώ χλμ πανέμορφης διαδρομής από την Κόνιτσα, (για τα αξιοθέατά της, βλ. Κόνιτσα – Επαρχία Πωγωνίου τομ Α – 0 – 300 1999), ανάμεσα από καταπράσινα βουνά, ποτάμια, πέτρινα γεφύρια και έρχεστε στην δστ που οδηγεί στα χωριά της πέτρας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, από μόνος του αυτός ο δρόμος, και τα μέρη που περνάει, εμπνέουν για αυτά που ακολουθούν. Στα τρία πρώτα χλμ εισέρχεστε στον πεντακάθαρο οικισμό της μαστορομάνας Πυρσόγιαννης (840 μ. υψ. – 31 χλμ από Κόνιτσα – από Κ. στο υπόλοιπο κείμενο), έδρας του Δήμου (2076 κάτοικοι ’01) Μαστοροχωρίων.
Είναι ανεξακρίβωτο το πότε ιδρύθηκε. Υποστηρίζεται ότι κατοικείτο ήδη το 1600 – 1650 χωρίς οι πηγές να φωτίζουν περισσότερο. Οι Πυρσογιαννίτες, αυτόφωτοι ειδικευμένοι τεχνίτες της πέτρας, (η πρώτη αναφορά για τα ‘’μπλούκια’’ γίνεται 1815), όχι μόνο φώτισαν την περιοχή, αλλά με τα έργα τους, διακρίθηκαν, και καταχωρήθηκαν στην ιστορία του Ηπειρώτικου λόγου και τη λαϊκή μούσα, σαν τους ‘’μαστόρους που έκτισαν τον κόσμο όλο’’. Οργανωμένοι σε μπουλούκια, ή μαστορικά ‘’ισνάφια’’, με αυστηρή ιεράρχηση σε πρωτομάστορες, μαστόρους και νεαρά μαστορόπουλα ή καλφόπουλα άλλα για το κουβάλημα της λάσπης και άλλα για τις βοηθητικές δουλειές, εξελίχθηκαν σε εξαίσιους τεχνίτες, καλλιτέχνες στο πελέκημα και το χτίσιμο της πέτρας. Γρήγορα η φήμη τους εξαπλώνεται και στα δύο πέρατα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στα αστικά κέντρα της Ελλάδας, της Βαλκανικής, ακόμα και τη Ρωσία. Μέχρι τα μέσα του 19ο αι. έχουν φτάσει στο απόγειο της τέχνης τους, και πλέον ταξιδεύουν ακόμα και σε άλλες Ηπείρους.
Φτάνουν στο Σουδάν, την Αίγυπτο, Αιθιοπία, Ταγκανίκα, το Κογκό, ως τα βάθη της Περσίας, στα σύνορα με την Ινδία και τη μακρινή Αμερική, κατασκευάζοντας τα πάντα. Εκκλησίες, τζαμιά, καμπαναριά, νερόμυλους, κρήνες, γεφύρια. Την ίδια εποχή στην περιοχή τους, αλλά και αλλού, (Πελοπόννησο) φτιάχνονται πολλές κατασκευές και οικοδομήματα που φέρουν τη ‘’σφραγίδα’’ τους. Το μεγάλο γεφύρι της Κόνιτσας σχεδιάστηκε και κτίστηκε το 1870 από τον Πυρσογιαννίτη πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο, επίσης το αρχοντικό του Τούρκου διοικητή της Κόνιτσας, (μέσα 19ου αι.) αλλά και άλλα αρχοντικά, σχολεία, εκκλησίες και μιναρέδες. Πετρόχτιστες καμάρες και γέφυρες της σιδηροδρομικής γραμμής Τεχεράνης – Κασπίας θάλασσας (1935). Πολλές εκκλησίες (και τοιχογραφίες των αδελφών Αστραπά), στο Κόσοβο και τη Σερβία γενικότερα, καταστράφηκαν από τον πόλεμο αλλά και από την τελευταία, (Μάρτιος 2004) έξαρση βίας. Σιγά – σιγά, οι μαστόροι αποδεικνύονται και εξαιρετικοί γλωσσοπλάστες, αφού, στο πέρασμα των χρόνων, δουλεύοντας στα ξένα, έπρεπε να δημιουργήσουν μια γλώσσα συνεννόησης που να μην γίνεται αντιληπτή από τα αφεντικά, πράγμα που ισχύει, για όλα τα τεχνικά επαγγέλματα.
Έτσι φτιάχτηκε η συνθηματική τους γλώσσα, τα ‘’μαστόρ’κα’’ ή ‘’κουδαρίτικα’’, για να προστατεύουν τα μυστικά της δουλειάς τους (δες και ‘’Μαστοροχώρια Γρεβενών – Βοίου’’ στον ίδιο τόμο).Βεβαίως, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι υπήρχαν και άλλα, άγνωστα μαστοροχώρια, που στις μέρες μας έχουν χαθεί. Η Λαγκάδα, (παλιά Μπλίσ(δ)ιανη), στην περιοχή των μαστοροχωρίων της Κόνιτσας, αν και δεν είναι τόσο γνωστή σαν την Πυρσόγιαννη έδωσε άξιους μαστόρους που έφτιαξαν μεγάλα αρχοντικά στη Σιάτιστα, το 1740, και έχουν βρεθεί και πέντε επιγραφές που πιστοποιούν τις κατασκευές αυτές. Τι συνέβη εκείνη την εποχή, και προτίμησαν τους Μπλιζιανίτες από τους άλλους; Επίσης ο Πεντάλοφος (παλιό Ζουπάνι), τι ώθησε τους κατοίκους του Τσεπέλοβου (που θεωρείται η φωλιά των μαστόρων της Πυρσόγιαννης) να επιλέξουν το 1740 τους Ζουπανιώτες για να κτίσουν κάποια από τα αρχοντικά;
Αυτά τα ερωτήματα, σβήνουν ευθύς μόλις περπατήσετε στην Πυρσόγιαννη, (δες και συνοπτική παρουσίαση στον τομ Α’ 0-300 1999 ‘’Κόνιτσα – Μαστοροχώρια’’) και αντιληφθείτε την έκταση των διαφορών από άλλα χωριά. Ένα τέλειο σύνολο από πέτρινα καλντερίμια, άψογες στέγες, πετρόχτιστα σπίτια, λαϊκά & αρχοντικά, με ξυλοδεσιές και υπέρθυρα λες και έγιναν χτες. Και ορισμένα πράγματι, επισκευάστηκαν μετά τους σεισμούς του ’96, (26 Ιουλίου – της Αγ. Παρασκευής – 5,2 & 5,9 Ρίχτερ) που έπληξαν την περιοχή της Κόνιτσας, και άλλα ξανακτίστηκαν από την αρχή.
Το σημερινό επιβλητικό σχολείο, κτίσμα του 1926 στην θέση παλιότερου που κάηκε το 1914, έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, για να δεχθεί το νεότευκτο Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων και ίσως σχολή μαστόρων, για να διδαχθούν και να αναβιώσουν ει δυνατόν, την παλιά αυτή τέχνη οι νεώτεροι. Σκοπός ζωής εδώ και χρόνια, του δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου ‘’Προοδευτική Ένωση Πυρσόγιαννης’’, που ιδρύθηκε το 1926, με πρόεδρο τον Βασίλη Παπαγεωργίου δικηγόρο, και τελευταίο κοινοτάρχη του χωριού, πριν τον Καποδίστρια. Χρόνια περιμένουν αυτό το έργο στην Πυρσόγιαννη, τα χρήματα έχουν βρεθεί, και πλέον, είναι ζήτημα χρόνου να ολοκληρωθεί. Στις δύσκολες μέρες μας, πραγματικά θα βοηθήσει, και θα αναδείξει σε όλο της το μεγαλείο την περιοχή, και τα έργα των ανθρώπων της.
Στη βιβλιοθήκη της Προοδευτικής Ένωσης, οι Πυρσογιαννίτες έχουν συγκεντρώσει αξιόλογο ανέκδοτο υλικό (γράμματα & φωτογραφίες) καθώς και εργαλεία της τέχνης τους. Επίσης πολλές μελέτες και πνευματικά ευρήματα για τη περιοχή, του Πυρσογιαννίτη Λαογράφου, Ευριπίδη Σούρλα (1890 – 1984) που δημοσιεύτηκαν στα ‘’Ηπειρώτικα Χρονικά’’. Αρκετές πληροφορίες για τους μαστόρους, τα έργα τους, και το χωριό ιδιαίτερα, υπήρχε στο περιοδικό ‘’Αρμολόι‘’ που έβγαζε από το 1976 - 1980 η Προοδευτική Ένωση, και που δυστυχώς, στο 10ο τριμηνιαίο τεύχος σταμάτησε.
Στην ολόδροση πάνω πλατεία, είναι το καφενείο - ξενοδοχείο ‘’το Αρμολόι’’, ότι πρέπει για ξεκούραση και ανασυγκρότηση, κάτω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο (λένε ότι είναι 500 χρόνων) και την πετρόχτιστη βρύση με το παγωμένο νερό. Στο κέντρο του χωριού, δεσπόζει ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγ. Γεωργίου, κτισμένος από Πυρσογιαννίτες μαστόρους το 1905, στη θέση παλιότερου (1712). Στην δυτική του πλευρά επιβλητικά, ενσωματωμένα στο ναό, τα δύο πέτρινα καμπαναριά. Για το ιερό του ναού, τον ‘’Άγιο Δήμο’’ ή αϊδήμους (ού) όπως τον ονομάζει ο γηγενής πληθυσμός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, λένε ότι είναι κτισμένος πάνω τεράστιους κορμούς δέντρων που παίζουν τον ρόλο θεμελίων. Αυτή ήταν μια πάγια τακτική των μαστόρων σε μέρη που υπήρχαν κατολισθήσεις και σαθρά εδάφη. Μέσα στο χωριό, πέντε λεπτά από την πλατεία, είναι ο διατηρητέος ναός του Αγίου Νικολάου (1772 η ανακαίνιση). Μια πολύ όμορφη, πέτρινη τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με τετράριχτη στέγη σκεπασμένη με εγχώρια σχιστόπλακα, και εξωνάρθηκα (χαγιάτι) που στηρίζεται σε πέτρινες κολώνες.
Κάτω από τον Άγιο Μηνά, το θρυλικό τόπο αποχωρισμού των μπουλουκιών και των ξενιτεμένων, υπήρχε το πέτρινο γεφύρι της Σιάνιστα δίπλα στον Παπαλαμπρέϊκο νερόμυλο. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα, εκτός από τις αναμνήσεις του ξενιτεμού των μπουλουκιών. Στο περιοδικό Κόνιτσα (τ.90 Ιαν – Φεβ 2000) διαβάζουμε «Στα 1909 χτίστηκε το γεφύρι της Σιάνιστα στην Πυρσόγιαννη, κάτω από τον Αι – Μηνά, δίπλα στον Παπαλαμπρέϊκο Μύλο. Χορηγοί της δαπάνης ήταν οι Πυρσογιαννίτες της Αμερικής (που μόλις είχαν δημιουργήσει το σωματείο τους ‘’Ο Άγιος Μηνάς’’ 1909). Δουλέψανε συνολικά περί τους 25 μαστόρους. Χάρη στα στοιχεία και τις έρευνες του Βασίλη Παπαγεωργίου γνωρίζουμε τα μπλούκια και τους δυο πρωτομαστόρους. Μαζί τους εργάστηκαν και μαστόροι από το σόι των Τσουβαλάδων. Το γεφύρι ανατινάχτηκε την πρώτη κρίσιμη μέρα 28 Οκτωβρίου του μεγάλου πατριωτικού πολέμου του 1940».Για την ανατίναξη του γεφυριού διαβάζουμε στην έκδοση της Διευθύνσεων Ιστορίας Στρατού (Γ.Ε.Σ. / Δ.Ι.Σ.): Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940 – 1941 - Η Ιταλική Εισβολή 28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940, Αθήνα (1960) 123: «Αι γέφυραι επι του ποταμού Σαρανταπόρου, Στράτσανης και Αγίου Μηνά καταστρέφονται κατόπιν διαταγής του Αποσπάσματος Πίνδου».
‘’Ανάθεμα το βασιλιά, καλή ρούσα μου
και το βεζύρη αντάμα, κρίμα πόκαμες αφέντη!
Που έδωκαν τον ορισμό να φύγουν οι μαστόροι,
Να φύγ(ει) κι ο γυιός μ’ ο μοναχός στην ξενιτιά να πάει’’.
Στην καρδιά της κοιλάδας του Γράμμου είναι κτισμένη η Βούρμπιανη, (900 μ. υψ. - 37 χλμ από Κ, – 5 χλμ από Πυρσόγιαννη, Π. στο υπόλοιπο κείμενο), το αμέσως επόμενο χωριό. Αν και νωρίς, δεν έχει τόσο κόσμο όπως η Πυρσόγιαννη. Αυτό που σήμερα αντικρίζει ο επισκέπτης, δεν είναι ούτε το ένα τέταρτο του παλιού, πολυάριθμου και δυνατού χωριού. Αιτία της ‘’εξαφάνισης’’ είναι τα σαθρά εδάφη και οι κατολισθήσεις.
Γνωστό, θρυλικό μαστοροχώρι από παλιά, φημίζεται για τα πολλά γραφικά ξωκλήσια της, τους ονομαστούς μαστόρους και πρωτομαστόρους. Οι Βουρμπιανίτες ήταν σπουδαίοι, και με τη λαϊκή καλλιτεχνική τους έκφραση, θα φτιάξουν με τη σειρά τους εξαιρετικές κατασκευές και μεγάλα έργα, αρχικά κοντά στον τόπο τους, κι’ έπειτα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Κτίζουν το μοναστήρι της Ζέρμας, (1802) και αργότερα το επισκευάζουν. Επίσης, επισκευάζουν το αγνώστων κτιστών, γεφύρι της Ζέρμας ή Καντσιώτικο.
Ακολουθώντας άλλους ή φτιάχνοντας τα δικά τους μπουλούκια, γύρισαν τα Βαλκάνια κατασκευάζοντας καμπαναριά, σπίτια και αρχοντικά, περίτεχνες θύρες που συμφωνούσαν, (όπως όλοι), ξεχωριστή τιμή για αυτές, εξαίρετα λιθανάγλυφα, κυμάτια και έλικες, ιδιαίτερης τέχνης. Δούλεψαν στη Βουλή, στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, σε πολλά νεοκλασικά, στο Λαύριο, το Μαντούδι, το Μεσολόγγι, τις μητροπόλεις στα Γιάννινα, και τη Κόνιτσα και αρκετοί έφτασαν στην Αιθιοπία και το Σουδάν. Μικρότερος αριθμός ήταν εγκατεστημένος στη Σμύρνη και τη Κωνσταντινούπολη.
Η Βούρμπιανη είναι γενέτειρα των Κώστα Γραμματικού (μαστορόπουλο αρχικά) σύμβουλου και γραμματέα του Αλή των Ιωαννίνων, και του Αναστασίου Ευθυμίου λαμπρού ιστορικού, μελετητή και λαογράφου, που κατέγραψε και πρόβαλε την Βούρμπιανη μέσα από το ογκώδες συγγραφικό του έργο. Εδώ γεννήθηκε ο Σωτήρης Μπεηζαδές καπετάνιος των ‘’Σωτηραίων’’, που έδωσαν το παρόν σε πολλές μάχες του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, και βγήκαν νικητές στην τρίμηνη πολιορκία της Βόνιτσας (Δεκ 1828 – Μαρ 1829).
Στην μεγάλη πλατεία, στο κέντρο του χωριού, η πελώρια εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου δεσπόζει στο χώρο με το ψηλό πέτρινο καμπαναριό και το ηλιακό ρολόι στην πλευρά που βρίσκεται ο κήπος. Τον δεκαπενταύγουστο γίνεται εδώ, το καθιερωμένο μνημόσυνο, υπέρ των μεγάλων ευεργετών Β. Μελά, Χ. Ψύλλα, Ζ. Κατσαντώνη, Α. Τράντα, Β. Τζόγια και δωρητών της Βούρμπιανης. Ένας από αυτούς τους ξενιτεμένους Βουρμπιανίτες, ο Χαρίσης Ζήκος ( 1882), άφησε την περιουσία του για να ιδρυθεί το σχολείο. Το βλέπετε λίγο πιο κάτω, με την γαλάζια πινακίδα που γράφει, ‘’Γυμνάσιον Βούρμπιανης’’.
Το παλιό σχολαρχείο, ξακουστό στην ευρύτερη περιοχή, διέθετε και οικοτροφείο. Εδώ στην γενέτειρα του, επί σειρά ετών δίδαξε ο ακούραστος εργάτης της παιδείας, δάσκαλος, Χαράλαμπος Ν. Ρεμπέλης (1887 – 1947), απόφοιτος της Ζωσιμαίας σχολής Ιωαννίνων και του Μαράσλειου Διδασκαλείου Αθηνών (1909). Τα πρώτα χρόνια δίδαξε στην Βήσσανη Δελβινακίου (1910 – 1911), αλλά μετά, και επί 37 χρόνια, τον απορρόφησε η Βούρμπιανη. Εκτός ότι υπήρξε πραγματικός πνευματικός φωτοδότης για τους μαθητές του, πρόσφερε τον πρώτο ακριβέστατο χάρτη της περιοχής Κονίτσης και την βραβευμένη πλέον εργασία του, ‘’Κονιτσιώτικα’’, που εκτός του πλήθους των λαογραφικών στοιχείων που περιέχει αποτελεί, ακόμα και σήμερα, πρότυπο για την φωνητική ακρίβεια της λαϊκής προφοράς. Σκοτώθηκε από τους μαχητές του Δ.Σ.Ε. στα γεγονότα του Μαΐου 1947.
Μαζί με τα αξιόλογα σχολεία και τους δασκάλους της Πυρσόγιαννης των Χιονιάδων και της Καστάνιανης βοήθησε στην πνευματική ανάπτυξη περιοχής, και στάθηκε ακοίμητος φρουρός, ειδικά μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913. Τα σχολεία σε αυτή την περιοχή, όπως τα περισσότερα στην επαρχία Κόνιτσας, έπαιξαν μεγάλο παιδευτικό ρόλο και στάθηκαν προπύργια του Ελληνισμού, βοηθώντας με τη γνώση και τα γράμματα να διατηρηθούν τόσο η Εθνική υπόσταση, η γλώσσα και η θρησκεία όσο και οι Ελληνικές παραδόσεις, σε όλη την περιοχή. Ακόμα ένας ακρίτας της μόρφωσης, που έδωσε τόσα πολλά, στα δύσκολα χρόνια, χωρίς μαθητές τώρα, αφού οι περισσότερες οικογένειες, έχουν οδεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα, και στα πάτρια έρχονται μόνο στις καλοκαιρινές διακοπές.
Αμέσως μετά την έξοδο του χωριού, υπάρχει η δστ για Οξυά, (παλιά Σέλτση), που ήδη φαίνονται απέναντι, ανάμεσα στις οξιές, τα σπίτια της. Κατηφορίστε προς τα εκεί, και στη γέφυρα που οδηγεί στο χωριό, να πάτε αριστερά, πεζοπορώντας πλέον, ακολουθώντας παρόχθια διαδρομή προς την θέση ‘’Πύργος’’. Μετά από λίγο, (20’) θα φτάσετε στο παλιό γκρεμισμένο σήμερα (σώζονται τα δύο του βάθρα ) πέτρινο γεφύρι που συνέδεε την Βούρμπιανη με την Οξυά και τα άλλα χωριά του Γράμμου. Αυτός ήταν ο παλιός δρόμος, έτσι για να φανταστείτε τις δυσκολίες που παρουσίαζε η πιο απλή μετακίνηση, που σε πείσμα των μειονεκτημάτων, γνώρισε μια ξεχωριστή άνθηση τόσο στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό πεδίο, όσο και στο πεδίο της δημογραφίας.
Στην απέναντι όχθη υπάρχουν σκόρπια ερείπια, από τον πρώτο νερόμυλο της περιοχής. Πιο κάτω, πάντα από την δεξιά όχθη του Βουρμπιανίτικου, φτάνετε στον δεύτερο μεγάλο νερόμυλο, τον ‘’Σωτηρέϊκο’’ που τον δούλευε μέχρι το τέλος, ο προαναφερθείς Σωτήρης Μπεηζαδές. Τα ερείπια τους σήμερα, μόνο θλίψη προκαλούν έχοντας πλέον χάσει για πάντα την αίγλη του παρελθόντος. Τα στοιχεία λένε ότι αυτοί οι δύο νερόμυλοι κάλυπταν όλες τις ανάγκες της Βούρμπιανης, (420 οικογένειες – 2000 κάτοικοι το 1883) στο άλεσμα σιτηρών, καλαμποκιού και άλλων γεννημάτων. Είναι ίσως ουτοπία να προταθεί η αναστήλωσή τους, όμως τι θα μείνει στις γενιές που έρχονται, αν όχι η ιστορία του τόπου, μέσα από τα ενθυμήματα; Προτείνεται η επίσκεψη στην Οξυά και θυμηθείτε ότι ο δασικός, συνεχίζει μέχρι το εικονοστάσι του Προφήτη Ηλία, περίπου στα 1400 μ. υψ. Το χωριό από παλιά γιορτάζει με μεγάλο πανηγύρι στις 20 Ιουλίου του προφήτη Ηλία τ’ Αη- Λιώς όπως λένε.
Με κατεύθυνση τους Χιονιάδες, αγνοείτε την δστ που οδηγεί στον Γοργοπόταμο και συνεχίζοντας, αντικρίζετε το Ασημοχώρι (παλιά Λεσκάτσι ή Λισκάτσι στα 970 μ υψ – 42 χλμ από Κ, – 7 χλμ από Π.). Είναι κτισμένο σε μια βορινή δασωμένη πλαγιά του ‘’Ιζερού’’ ανάμεσα σε δυο λάκκους τον Μέγα ή Τρανό Λάκκο και το Μικρό Λάκκο. Το 1924 το χωριό μετονομάστηκε σε Ασημοχώρι, λόγω κάποιων ευρημάτων που μαρτυρούσαν παλιότερη ενασχόληση των κατοίκων με την αργυροχοία. Τα σπίτια του παλιού χωριού όπως όλα στην περιοχή ήταν πέτρινα. Με τα γεγονότα του εμφύλιου, το μισό καταστράφηκε, (Αύγουστος του 1949), από δυνάμεις του στρατού. Χτίστηκε από την αρχή το 1954, και μεταλλάχθηκε από τη χρήση υλικών της καινούργιας εποχής, χάνοντας παντοτινά, και στο μεγαλύτερο μέρος του, την παλιά του αίγλη.
Η αναντικατάστατη ομορφιά της φύσης όμως, παρέμεινε στη θέση της κατακλύζοντας τον ευρύτερο χώρο, πιο πλούσια από ποτέ, βοηθούμενη από την εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας, που όσο πάει, γίνεται πιο αισθητή. Στο χωριό, υπάρχει η Κοίμηση της Θεοτόκου, και ο παλιός νερόμυλος. Κοντινέςτοποθεσίες για πεζοπορία, είναι ο δασόδρομος προς τη βλάχικη στάνη, (1540 μ. υψ.) και η περιοχή, ‘’Βαρτζιομπάν’’ (μνήμα του τσοπάνη στα Αρβανίτικα). Μια αξιόλογη προσπάθεια του εν Αθήναις συλλόγου Ασημοχωριτών είναι η έκδοση του περιοδικού ‘’τα Ασημοχωρίτικα’’.
Επόμενος αξέχαστος σταθμός οι γειτονικοί, ακριτικοί Χιονιάδες, (1100 μ υψ. 45 χλμ από Κ, – 12 χλμ από Π.), λίγο πριν την γραμμή των Αλβανικών συνόρων. Χωμένο μέσα στη δασώδη πλαγιά που κατεβαίνει από την ‘’Μπάντρα’’, το χωριό είναι κτισμένο σε σχεδόν αθέατη θέση μέσα στις πυκνές φυλλωσιές από τις Οξιές. Το πρώτο σημάδι ότι φτάσατε, είναι το μικρό ομώνυμο του χωριού πέτρινο γεφύρι στη θέση ‘’παρασπόρι’’ στην είσοδό του, κτισμένο σύμφωνα με τη παράδοση ‘’στα 1800’’. Δυστυχώς, είναι εντελώς ασυντήρητο, τόσο, που αν παραμείνει έτσι, είναι βέβαιο ότι ο χρόνος δεν θα το σεβαστεί.
Η παρουσία του στρατού και των συνοριοφυλάκων ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι εμφανής. Σ’ αυτή την ακριτική γωνιά του Γράμμου, την χειμωνιάτικη περίοδο δεν μένει σχεδόν κανείς, εκτός λίγους ηλικιωμένους, και ο παλιός δάσκαλος, Πρόεδρος των Χιονιάδων, κύριος Ευριπίδης Ζωγράφος, ανοιχτό βιβλίο ιστορίας της περιοχής. Η ονομασία του χωριού, προήλθε ακριβώς από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, από τους πολλούς ‘’χιονιάδες’’ που πλήττουν αυτό το δυσπρόσιτο άκρο των Ελληνικών συνόρων.
Η οικονομία4 του χωριού ήταν κτηνοτροφική, όπως και αλλού σ’ αυτά τα μέρη. Αργότερα, οι περιορισμένοι πόροι ανάγκασαν και εδώ, τον αντρικό πληθυσμό να αναζητήσει την τύχη του κυρίως, μέσα από τεχνικά επαγγέλματα. Ακολουθώντας τα μπουλούκια των μαστόρων την βρήκαν, μέσα από την ξεχωριστή δραστηριότητά τους, περνώντας το κατώφλι της ιστορίας, δια μέσου της απαράμιλλης ζωγραφικής τέχνης τους. Οι Χιονιαδίτες, διέτρεξαν όλη την Ελλάδα, την Αλβανία, τα Σκόπια και αλλού, ζωγραφίζοντας αρχοντικά, σαράγια ή αγιογραφώντας εκκλησίες, με σπάνιο ταλέντο και μεράκι, συνεχίζοντας την βυζαντινή παράδοση, εντάσσοντας την, στην τέχνη τους.
Ειδικότερα στην Ήπειρο, η τέχνη της ζωγραφικής ασκήθηκε κυρίως από τους Χιονιαδίτες, (οι ανταγωνιστές Σαμαριναίοι κρατήθηκαν στα μέρη τους, και τη Θεσσαλία), που στόλιζαν με την ευαισθησία, τη ζωντάνια και τα σπινθηροβόλα πινέλα τους, τα πάντα. Στην εξαιρετικά επίπονη έρευνά του, ‘’Χιονιαδίτες ζωγράφοι’’ (1981), ο Κίτσος Α. Μακρής βρίσκει εξήντα δύο από αυτούς, ενώ οι νεώτεροι ερευνητές έχουν μεγαλώσει τον αριθμό και τα διασωθέντα έργα. Διακρίθηκαν για τις πανέμορφες τοιχογραφίες, τις λεπτομερείς προσωπογραφίες, τα σπάνια και δύσκολης τεχνικής ζωγραφιστά ταβάνια, τεράστια ποικιλία δροσερών φυτικών διακοσμητικών συνθέσεων, μέχρι και ποικιλόμορφα σεντούκια – κασέλες, βρέθηκαν ζωγραφισμένα από αυτούς.
Όλα γινόντουσαν με μοναδική καλλιτεχνική αρτιότητα και επιμέλεια, μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων, και πολύ γρήγορα έγιναν περιζήτητοι δημιουργώντας τις δικές τους ομάδες. Οι ευκατάστατοι έμποροι από το Ζαγόρι και το Πήλιο, τους καλούσαν να διακοσμήσουν τα μεγάλα αρχοντικά και να εικονογραφήσουν τις εκκλησίες τους. Πολλές δημιουργίες τους σώζονται, σε όλη την Ήπειρο στα χωριά του Ζαγορίου, και του Πηλίου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια στο Τσεπέλοβο, στο σπίτι του Ράδου, που σήμερα ανήκει στην οικογένεια Κέντρου. Ανάμεσα στα πολλά έργα ζωγραφικής υπάρχει και μια τοιχογραφία που παριστάνει τους γάμους του Ναπολέοντα. Είναι έργο του Χιονιαδίτη ζωγράφου Αναστασίου Παπακώστα – Μαρινά, γύρω στο 1850, από τα ωραιότερα δείγματα της λαϊκής ζωγραφικής του 19ου αι, με το συνηθισμένο στους Χιονιαδίτες μοτίβο, της τραβηγμένης με κορδόνια κουρτίνας, πλαισιωμένο από πολύχρωμο σχηματοποιημένο ουράνιο τόξο.
Το καλλιτεχνικό παρελθόν του χωριού, παραπέμπει στην πολύ όμορφη χωροθέτησή του στο δάσος. Η θέση που είναι χτισμένο, θα ενθουσιάσει τους φυσιολάτρες μια που διαθέτει, εκτός της ωραίας θέας στις γύρω κορφές, και άφθονους χώρους για σκηνές. Ειδικά την πλούσια, λουλουδιασμένη και αρωματοφόρα άνοιξη, ή τον θλιμμένο Σεπτέμβρη – Οκτώβρη είναι πραγματικά, για διήμερη διαμονή. Έτσι θα σας δοθεί η δυνατότητα να γυρίσετε σχεδόν σε όλη τη περιοχή, την οποία γνωρίζει σαν τη τσέπη του, ο δάσκαλος (συνταξιούχος τώρα), και Πρόεδρος των Χιονιάδων κ. Ευριπίδης Ζωγράφος, φροντίστε να συναντηθείτε μαζί του.
Στους Χιονιάδες υπήρχαν τέσσερις, (φανταστείτε πόσους κατοίκους είχε) νερόμυλοι. Πριν τη κατοχή, λειτουργούσαν οι δύο, ενώ μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο έμεινε ένας, της ‘’Φώναινας’’, που στα τελευταία της, τον δούλεψε για λίγο, ο γαμπρός της, Γεραβέλης Μιλτιάδης. Σήμερα έχει καθαριστεί το μονοπάτι που οδηγεί στον μύλο, αλλά ο επισκέπτης αντικρίζει μόνο τα ερείπια. Επίσης από παλιά, υπήρχε σχολείο, που είχε γίνει ονομαστό και στα γύρω χωριά, από τα οποία συνέρεαν πολλοί μαθητές ‘’υπό την στέγην της παλαιάς εκκλησίας αγ. Αθανασίου’’ (οι πληροφορίες κάνουν λόγο για το 1826). Η ‘’Ελληνική σχολή Χιονιάδων’’ που υπάρχει σήμερα, λειτούργησε επίσης ως παρθεναγωγείο, και χτίστηκε το 1905 στην ίδια θέση που ήταν παλιότερο, πιθανά του 1855. Στους Χιονιάδες εκτός από την αγιογραφημένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, δεν υπάρχει κάτι άλλο που να θυμίζει την μεγάλη ζωγραφική παράδοση του χωριού. Όμως, μπορείτε να δείτε εργασίες τους, σε όλες τις εκκλησίες της περιοχής, όπου και να κοιτάξετε. Στον Άγιο Γεώργιο στην Πυρσόγιαννη (το τέμπλο), ενώ στην Βούρμπιανη υπάρχει η παλιότερη υπογεγραμμένη εικόνα, (Κώνστας Θεοδόσι - 1747).
Κάποτε το χωριό έσφυζε από ζωή. Η πυκνότητα των εσωτερικών και εξωτερικών επικοινωνιών ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τις δυσκολίες πρόσβασης και το ανώμαλο του εδάφους. Σήμερα οι τελευταίες φωνές και τα υπομνήματα προς τη διοίκηση έχουν σταματήσει. Όλοι κάτι έχουν να διηγηθούν από τα παλιά, στον μοναδικό τόπο συνάντησης, το μικρό εποχιακό καφενεδάκι, που είναι ανοιχτό από 20 Ιουνίου έως 30 Αυγούστου, και κάποιες γιορτινές μέρες του χειμώνα. Όλες οι κουβέντες με τους γέροντες, μετατρέπονται σε κατάθεση ψυχής, ανάμεσα στα τσιπουράκια. Κουράστηκαν οι άνθρωποι να απευθύνονται σε όσους έχουν πάρει ήδη τις αποφάσεις τους, και τόσα χρόνια, δεν έχουν κάνει τίποτα και δεν έχουν αλλάξει, ούτε στο ελάχιστο την πορεία του τόπου.
Ενός τόπου, που αρκετά ευρήματα ερευνών(5), (Δαμιανάκος – Ζακοπούλου – Κασίμης – Νιτσιάκος – ‘’Εξουσία, Εργασία και Μνήμη σε τρία χωριά της Ηπείρου’’ – Πλέθρον σελ 14), εκπλήσσουν για την απίστευτη ικανότητα αντίστασης στην εξαφάνιση, πιο σωστά, αρνούνται πεισματικά να σβηστούν από το χάρτη αντίθετα με την πληθυσμιακή συρρίκνωση, (αν και τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε) οι οποία φαίνεται να προκαλεί κάθε ορθολογισμό, αμφισβητώντας ακόμη και την εγκυρότητα της ‘’υπαρκτής στατιστικής’’, και τον τρόπο κατασκευής των στατιστικών κατηγοριών. Η αξιοπρέπεια παραμένει γνώρισμα τους, άσχετα αν η πίκρα από τα λόγια όσων έμειναν, περισσεύει. Η ερήμωση των χωριών, και η εξαφάνιση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας έφερε το τέλος στην ενεργή πολιτισμική παρουσία των Χιονιάδων. Αυτά που διασώθηκαν, είναι πλέον ανεκτίμητα, αντικείμενα μελέτης, μια που δεν ξαναφτιάχνονται.
Κάτι τέτοιο κάνει, μελετά και παρουσιάζει από τις σελίδες του, ένα μοναδικό για τα δεδομένα της χώρας, περιοδικό, το ‘’εκ Χιονιάδων’’. Πρόκειται για μια σπάνια και αξιότιμη συλλογή λαϊκής ζωγραφικής, (εικόνες, πίνακες, κασέλες, φωτογραφίες, έγγραφα) κ.ά. Ο διευθυντής του, Κώστας Σκούρτης, ζωγράφος ο ίδιος, και εκδότης του εξαιρετικού βιβλίου, ‘’ξυλόγλυπτες και ζωγραφιστές κασέλες’’, μαζί με την συντακτική επιτροπή του περιοδικού, μας έχει προσφέρει έως τώρα επτά τεύχη, όπου παρουσιάζονται αυτές οι ξεχωριστές εργασίες και οι ιστορίες των περίφημων Χιονιαδιτών ζωγράφων. Μαζί με το Δήμο Μαστοροχωρίων, που έχει ήδη διαθέσει, (+73000 EUR - εικοσιπέντε εκατομμύρια δρχ) πρωτοστατούν στην ίδρυση του ‘’Μουσείου Χιονιαδιτών Ζωγράφων’’, που μαζί με το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων, στην Πυρσόγιαννη, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν δύο εργαλεία υψηλής ποιότητας και ανάκαμψης για όλη τη περιοχή. Αποδεικνύεται, και αναδεικνύεται ταυτόχρονα, ότι μια ομάδα νέων ανθρώπων, που στηρίζει αυτές τις προσπάθειες, μπορεί όχι μόνο να αντισταθεί στη φθορά των ορεινών μικροκοινωνιών, αλλά μπαίνοντας δυναμικά στο χώρο, να τον αναπτύξει και να του προσδώσει νέες χρήσεις και λειτουργίες.
Πιο κάτω στην κοιλάδα, στο δρόμο για το Πληκάτι, βρίσκεται η δεύτερη είσοδος για τον Γοργοπόταμο (παλιά Τούρνοβο, 940 μ. υψ. 44 χλμ από Κ, – 11 χλμ από Π.). Το χωριό είναι κτισμένο στα ριζά της Όρλας προς τα ανατολικά, και απλώνεται ως κάτω, στο ποτάμι Γοργοπόταμο που χύνεται στον Σαραντάπορο, σε ένα απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς τοπίο. Παλιά, με τη δύναμη του νερού, δούλευαν δύο νερόμυλοι και ταυτόχρονα ποτίζονταν ο ‘’κάμπος’’, με τους μικρούς κλήρους, μπροστά από το χωριό, δίνοντας ζωή και σώνοντας κόσμο από την πείνα, στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής, με το καλαμπόκι και τους ξακουστούς γίγαντες που και σήμερα καλλιεργούν οι λιγοστοί κάτοικοί του. Μια στάση, θα σας θυμίσει όλες τις αγαπημένες μελωδίες της φύσης, τον ξεχασμένο ήχο των ρεμάτων, τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα βελάσματα των κοπαδιών. Ιδανικός προορισμός για όσους θέλουν να γνωρίσουν απ’ την αρχή τα άπειρα, δροσερά χρώματα, του δάσους, τα μονοπάτια και τις ξεχασμένες πυγολαμπίδες κοντά στο ποτάμι, το βράδυ.
Σε αυτό το χωριό, σε όλη τη διάρκεια του 18ου – 19ου αι. αναπτύχθηκαν, όλοι οι κλάδοι της ιδιαίτερα ευαίσθητης τέχνης, της ξυλογλυπτικής. Οι Τουρναβίτες ‘’σκαλιστές – ταγιαδόροι’’ απέκτησαν τεράστια φήμη και ήταν περιζήτητοι στην Ελλάδα την Αλβανία, αλλά και τη Βαλκανική. Οργανωμένοι σε ξεχωριστές ομάδες ‘’ισνάφια’’ όπως και οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι όργωσαν κυριολεκτικά την Χώρα, δημιουργώντας έργα απαράμιλλης τέχνης, σε πολλές εκκλησίες, π.χ. το τέμπλο της μητρόπολης στα Γιάννινα έργο του 1830 της οικογένειας Σκαλιστή.
Μετά τα γεγονότα του πολέμου, και του εμφυλίου λιγοστοί κάτοικοι επέστρεψαν. Αλλά όπως σε όλα τα Γραμμοχώρια, ήταν αργά ‘’για να πάρουν τα πάνω τους’’, οικονομικά. Ο αδελφοκτόνος, καθαρτήριος σπαραγμός, είχε ήδη αποδομήσει την περιοχή, (και όλα γενικά τα ορεινά της Χώρας(6) ) που μέσα σε ένα περιβάλλον τραγικών, πολλές φορές, αλλαγών, έπρεπε να ορθοποδήσει, και να ξαναβρεί τον τρόπο ζωής του. Το 1961 το σχολείο, είχε τριάντα μαθητές και ο αγαπητός στους κατοίκους δάσκαλος, Σωκράτης Οικονόμου, είχε οργανώσει εκτός από τα μαθητικά συσσίτια, και νυχτερινό σχολείο, ώστε να πάρουν απολυτήριο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, όσοι τέλος πάντων απόφυγαν τη μετανάστευση, που και εδώ άφησε βαρύ σημάδι. Την πενταετία 1956 – 1961 μετανάστευσαν, (κυρίως στη Γερμανία), 9515 άτομα δηλαδή 1903 άτομα το χρόνο, (Ιωάννης Έξαρχος – Οικονομικός Προγραμματισμός στην Ήπειρο – Αθήνα 1963). Όπου ‘’μπουλούκι’’ και αποχωρισμός. Πολλοί, κυρίως πολιτικοί, αδιαφορώντας για τις μελλοντικές συνέπειες (βλ. Editorial), την ονόμασαν ευλογία θεού, επειδή βρήκαν δουλειά και μάλιστα καλοπληρωμένη. Αυτοί, φαίνεται ότι δεν έζησαν, όπως αυτά τα χωριά που τώρα επισκέπτεστε, την ιεροτελεστία του ξενιτεμού από την ορεινή πατρίδα. Όσοι την έζησαν, δεν την ξέχασαν ποτέ.
Είναι πολύ δύσκολο να τιθασεύσεις τον πειρασμό, και να μην αναφερθεί, ότι για άλλη μια φορά η ανικανότητα της διοίκησης να δώσει διέξοδο, στην ανθηρή κάποτε οικονομία, στα ήδη φτασμένα κεφαλοχώρια, (που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα μικρότερα), έφερε την παρακμή όλων, και αυτή με τη σειρά της, το αποτέλεσμα της αναχώρησης – φυγής. Γιαυτό ο λαός μας την ονόμασε, και την θεωρεί ως τις μέρες μας, κατάρα και εθνική αιμορραγία. Στο πέρασμα του χρόνου η λαϊκή μούσα δημιούργησε ανάλογα τραγούδια που βεβαιώνουν τον πόνο του αποχαιρετισμού. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα αυτής της μαύρης εποχής, και των πολιτικών μπακαλικής, που ακολουθήθηκαν από όλες τις πολιτικές ηγεσίες στη συνέχεια, τα βλέπουμε σήμερα, σαράντα – πενήντα χρόνια μετά. Μοναδική διέξοδος στις μέρες μας, και φωτεινό παράδειγμα για όλη την Ελλάδα, αποτελούν οι νέοι άνθρωποι, που αγαπούν και γυρίζουν στον τόπο τους, οι δραστήριοι σύλλογοι, που πέρα από τα μικροσυμφέροντα και τα ευχολόγια θα επαναπροσδιορίσουν και θα διαχειριστούν το μέλλον των ορεινών χώρων.
Η συνέχεια της εξαιρετικής γνωριμίας με τη δυσπρόσιτη ορεινή πατρίδα (βλ. ‘’Γραμμουστιανό Σταυροδρόμι’’, στον ίδιο τόμο), θα σας φέρει στο τελευταίο μαστοροχώρι, αυτής της περιοχής, το Πληκάτι. Από εκεί, η χωμάτινη πλέον διαδρομή, σας ανεβάζει για τα καλά στο Γράμμο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον, σ’ ένα από τα δύο πιο γνωστά και παλιά βλαχοχώρια, την Αετομηλίτσα. Δύο πανέμορφα ζωντανά χωριά, που με την παρουσία τους στολίζουν το Γράμμο, τις ρίζες της παράδοσης και του πολιτισμού μας.
Ευχαριστώ τον Β. Παπαγεωργίου και τον Ε. Ζωγράφο για τις παρατηρήσεις και τις προτάσεις που έκαναν για αυτό το άρθρο.
Σημειώσεις:
(1) Ο επόμενος τόμος, θα περιέχει την συνέχεια των διαδρομών και την αναλυτική παρουσίαση των χωριών, από την Αετομηλίτσα μέχρι το Νεστόριο Καστοριάς.
(2)Μετά το 1913 που έκλεισαν τα ‘’εθνικά σύνορα’’, η περιοχή στερήθηκε την επικοινωνία την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, (και από εκεί μαστόροι – πετράδες ήταν) και το εμπόριο (άρα, της ανάπτυξης), με τον φυσικό της χώρο, και σαν ντόμινο, άρχισε η αποδιοργάνωση του χώρου των Μαστοροχωρίων, του Πωγωνίου, και γενικά όλων των χωριών της νέας συνοριακής γραμμής, ένθεν – και ένθεν, μέχρι κάτω τη Σαγιάδα, στη Θεσπρωτία.
(3) Προνόμια ήταν: 1) Καθεστώς Αυτοδιοίκησης, εξέλεγαν δημογέροντες, υδρονόμους, αγροφύλακες, επιτρόπους εκκλησιών, εισπράκτορες φόρων, εφόρους σχολείων και τους οπλαρχηγούς, 2) Διατήρηση της γλώσσας, 3) Ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και χωρίς προβλήματα ανακαίνιση των ναών, 4) Κανένας Τούρκος υπάλληλος δεν παρέμενε στα κεφαλοχώρια, 5) Τα Τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα δεν μπορούσαν να παρατείνουν τη παραμονή τους. Στον χώρο της Βορείου Ηπείρου, τα μεγάλα βλαχοχώρια Σιπίσχα, Νικολίτσα, Μοσχόπολη υπαγόταν στην προστασία της βασιλομήτορος (δες Ζαγόρι – Συράκο – Καλαρρύτες - Ματσούκι). Ειδικά τα προνόμια της περιοχής Χειμάρας ήταν τόσα πολλά (απαλλαγή από φόρους – τελωνιακούς δασμούς, δικαίωμα οπλοφορίας στους καπεταναίους) που ουσιαστικά τα χωριά αυτά παρέμειναν απάτητα από τους Τούρκους.
(4) Σε παλιότερη συνοπτική μας περιγραφή, (τομ Α’ 1999) είχαμε αναφέρει, ότι οι Χιονιαδίτες είχαν διακριθεί σε ένα είδος εμπορίου, που είχε να κάνει με την εκμετάλλευση του χιονιού. Σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες κάτι τέτοιο δεν έχει τεκμηριωθεί. Βλέπετε, και η έγκυρη κατά τα άλλα βιβλιογραφία, όσο και αν διασταυρώνεται ενδέχεται να πέφτει σε σφάλματα.
(5) ‘’Πριν από τριάντα χρόνια είχαμε έντονη την αίσθηση ότι η Πυρσόγιαννη αργόσβηνε και ότι την αντικρίζαμε λίγο πριν την εξαφάνισή της. Όμως τριάντα χρόνια μετά είναι πάντα ετοιμοθάνατη και πάντα ζωντανή, πάντα αναζωογονημένη από την αμερικανική, αυστραλιανή, αθηναϊκή διασπορά της’’. Με αυτά τα λόγια ο Henri Mendras, ο οποίος είχε ηγηθεί της ερευνητικής αποστολής ‘’έξι χωριά της Ηπείρου’’ το 1958, ‘’χαιρετίζει’’ τα ευρήματα της νέας έρευνας που πραγματοποίησαν ο Σ. Δαμιανάκος και οι συνεργάτες του σε τρία χωριά της Ηπείρου. (Λεωνίδας Λουλούδης - ‘’Γεωγραφίες’’ καλοκαίρι 2003 Τ5 - εκδόσεις Εξάντας σελ 37).
(6)Στον Εμφύλιο 700000 – 800000 κάτοικοι των ορεινών περιοχών μετακόμισαν βιαίως στις πόλεις για να μην έχουν οι αντάρτες πηγές ανεφοδιασμού, στρατολογίας και υπηρεσιών. Λίγοι από αυτούς επέστρεψαν στα χωριά τους το 1950, με τον επαναπατρισμό, όπως είχε ονομαστεί. (Λεωνίδας Λουλούδης - ‘’Γεωγραφίες’’ καλοκαίρι 2003 – Τ5 - εκδόσεις Εξάντας σελ 39).
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ιδέα & υλοποίηση μορφής: Άγγελος Σινάνης
Αυτόματος Αριθμός Κλήσης: 26550
ΔΙΑΜΟΝΗ: www.mastorohoria.gr www.konitsa.gr Ξενοδοχείο ‘’το Αρμολόι’’ στην Πυρσόγιαννη 31297, Τσούβαλης Γεώργιος. Αν έρθετε ή φεύγετε προς Αετομηλίτσα από Επταχώρι βολεύει και ο ξενώνας στο Κεφαλοχώρι Φασούλης Δημήτριος 81481 πριν την Δστ για Λυκόρραχη. Καταφύγιο το ‘’Μιτσικέλι’’ του Ε.Ο.Σ. Ιωαννίνων στα 1400 μ. Χωρητικότητα 28 άτομα, Ξυλόσομπα, Τζάκι, κουζίνα, υδροδότηση. Ορειβατικός Ιωαννίνων καθημερινά 19:00 – 21:00 Καννής Λευτέρης 2651022138. Καταφύγιο στην ‘’Γκαμήλα’’ (Πάπιγκο) ανήκει στην Ομοσπονδία, διαχειριστής Ροκκάς Γιώργος 2651046818, 6973223100.
ΚΑΜΠΙΝΓΚ: Ανάλογα την εποχή που θα πάτε. Άνοιξη και φθινόπωρο δεν υπάρχει πρόβλημα όπου και να ‘’στήσετε’’. Στους Χιονιάδες στην εκκλησία, και στον Γοργοπόταμο κάτω στο ποτάμι. Σε κάθε περίπτωση ρωτήστε πρώτα, μια που η περιοχή ελέγχετε αυστηρά από την αστυνομία και τους συνοριοφύλακες λόγω λαθρομεταναστών. Μην αφήσετε σκουπίδια.
ΦΑΓΗΤΟ: Στην κεντρική πλατεία της Πυρσόγιαννης, όλα τα καλά της ώρας και νόστιμοι τσιπουρομεζέδες (το τσίπουρο είναι χωρίς γλυκάνισο). Τσούβαλης Γεώργιος εστιατόριο – καφενείο 31297, Γκάσιος Χρυσόστομος καφενείο 31680. Από εκεί και μετά, κάτι πρόχειρο (μπριζόλες, λουκάνικα) στα καφενεία των χωριών.
ΑΧΡΕΙΑΣΤΑ: Δήμος Κόνιτσας: 22191, Δήμος Μαστοροχωρίων: 31269, 31111, Fax: 31112, Γραφείο Δ. Δ. Χιονιάδων
31169, 31696. Αστυνομία: Κόνιτσας 22202, Πυρσόγιαννη 31216, Συνοριακή φύλαξη 31100, Α’ Βοήθειες Κόνιτσας 23111, Πυρσόγιαννης23111, 22222, Βούρμπιανης 31330.
ΧΡΗΣΙΜΑ: ‘’εκ Χιονιάδων’’ Περιοδική έκδοση, θα το βρείτε στην Αθήνα ‘’Δωδώνη’’: Ανδρέου Μεταξά 28, 2103825485. Επίσης στην Κόνιτσα: Βασίλης Σκούρτης τ.κ. 44 100 Χιονιάδες, 24945. Ορειβατικός Σύλλογος Κόνιτσας 22464, Δασαρχείο 22498. Κάθε χρόνο τον Ιανουάριο συνήθως στις 16 ή 17 - ανάλογα πότε ‘’πέφτει’’ Σαββατοκύριακο - γίνεται η ετήσια συνάντηση Πυρσογιαννιτών και φυσικά ανάμεσά τους είναι παλιοί, (όσοι έχουν μείνει) και νεώτεροι τεχνίτες της πέτρας. Συνεργεία: Τούσιας Θωμάς 1ο χλμ, Ε.Ο. Κόνιτσας – Κοζάνης 22904, Ζώτος Νικόλαος 22910. Βουλκανιζατέρ: Αντωνίου Ευάγγελος, Κιλελέρ 1, 23081, Βαγενάς Σωτήρης 22818, Ντελής Σπύρος 22939. Τα συνεργεία & τα βουλκανιζατέρ που εντοπίσθηκαν είναι για αυτοκίνητα.
ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΑ: Στην Κόνιτσα όλες οι εταιρείες και στο Επταχώρι BP.
ΧΑΡΤΕΣ: Πλαστικοποιημένοι χάρτες ανά νομό που χωρούν στο tang Bag. Αγοράστε τον χάρτη Νο 20 ‘’Νομός Ιωαννίνων’’ & Νο 18 ‘’Νομός Θεσπρωτίας εκδόσεις ‘’Ελλάδα’’ Κολοκοτρώνη 11 Αθήνα 2103222573, 3225241, Βενιζέλου 3 Θεσσαλονίκη 2310223063. Ο Ε.Ο.Τ. έχει βγάλει, (με την συνεργασία του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών), 12 χάρτες για την οροσειρά της Πίνδου. Μεταξύ αυτών, είναι δύο που ενδιαφέρουν, ο Σμόλικας και ο Γράμμος σε κλίμακα 1:50.000. Αν δεν βρείτε εκεί (στον Ε.Ο.Τ. ή στον Ε.Ο.Σ. Αχαρνών) η μόνη λύση είναι η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Πεδίον Άρεως 2108842811. Αγοράστε 2 φύλλα 1:250.000 (1:50.000 δεν δίνουν εκτός και αν ζητηθούν από δημόσια υπηρεσία), Κοζάνη, Ιωάννινα.
ΒΙΒΛΙΑ: Διαβάστε το εξαίρετο ‘’Εξουσία, Εργασία και Μνήμη σε τρία χωριά της Ηπείρου’’, εκδόσεις Πλέθρον 2103645057, Μοναδική έκδοση για τους Χιονιαδίτες Ζωγράφους το ομώνυμο βιβλίο του Κίτσου Μακρή από τις εκδόσεις Μέλισσα 2103611692. Ήπειρος της Εκδοτικής Αθηνών, Σύγχρονη Πολιτιστική Γεωγραφία Νομού Ιωαννίνων, έκδοση Νομαρχίας Ιωαννίνων, Φύση και έργα ανθρώπων, έκδοση Κέντρου περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Κόνιτσας.
ΛΕΣΧΕΣ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΣ: ΛΕ.ΜΙ. (Λέσχη Μοτοσυκλετιστών Ιωαννίνων) Ανεξαρτησίας 130, Γιάννινα τηλ Fax: 2651048501, http://lemimoto.freeshell.org Πληροφορίες για το ταξίδι σας, όλο το χρόνο, βρίσκετε στους ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ - Σύλλογος Μοτοσικλετιστών - Ελάτη Τρικάλων τηλ Fax: 2434071826.
Περισσότερες πληροφορίες για ΗΠΕΙΡΟ – ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ και ΗΠΕΙΡΟ – ΠΛΗΚΑΤΙ - ΑΕΤΟΜΗΛΙΤΣΑ αντλήστε από την ενδεικτική Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία:
Α’ Αυτοτελή Βιβλία
-
Ιωακείμ Μαρτινιανού (Μαρτιάνου) / Μοσχόπολις / Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών / Θεσσαλονίκη 1957
- Ιωάννου Έξαρχου / Οικονομικός Προγραμματισμός εις τον Ηπειρώτικον Χώρον / Η.Ε.Α. Αθήνα 1963
- Κίτσος Α. Μακρής / χιονιαδίτες ζωγράφοι / εκδόσεις Μέλισσα / Αθήνα 1981
- Παύλος Τάττης / Η θαυματουργή εικόνα της Πληκατιώτισσας / Ιωάννινα 1981
- Σ. Δαμιανάκος – Ε. Ζακοπούλου – Χ. Κασίμης – Β. Νιτσιάκος / Εξουσία, Εργασία και Μνήμη σε τρία χωριά της Ηπείρου / εκδόσεις Πλέθρον Αθήνα 1997
- Νιτσιάκου / Αράπογλου / Καρανάτση / Σύγχρονη Πολιτιστική Γεωγραφία Ν. Ιωαννίνων / Νομαρχία Ιωαννίνων 1998
- Χ. Κασίμης – Λ. Λουλούδης / Συλλογική εργασία - έρευνα ‘’η Ελληνική Αγροτική Κοινωνία στο τέλος του Εικοστού Αιώνα’’ / εκδόσεις Πλέθρον Αθήνα 1999
- Φύση και έργα ανθρώπων / Κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Κόνιτσας / Κόνιτσα 2001
- Βασίλης Νιτσιάκος / Αετομηλίτσα / Πολιτιστικός Σύλλογος Αετομηλίτσας / Γιάννινα 2003
- Κώστας Σκούρτης / Ξυλόγλυπτες και Ζωγραφιστές Κασέλες από τους Χιονιάδες της Ηπείρου / Νομ. Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων – Δήμος Μαστοροχωρίων / Αθήνα 2003
Β’ Αφιερώματα περιοδικών
- Χρυσηίς Τσερώνη / Στόχος ο Γράμμος / περιοδικό Κορφές Τ115 Σεπτ – Οκτ 1995
- Γιούλα Δρόλαπα / Με Αφορμή τον Γράμμο / περιοδικό Κορφές Τ127 Σεπτ – Οκτ 1997
- Κώστας Τζιβελέκας / Γράμμος / περιοδικό ΓΕΩ Τ23 Σεπτέμβριος 2000
- Γιώργος Δ. Τσίτσος / Παναγία Πληκατιώτισσα / περιοδικό Κόνιτσα Τ103 Μάρτιος – Απρίλιος 2002
- ‘’εκ Χιονιάδων’’ / Περιοδική Πολιτιστική Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Χιονιαδιτών σε συνεργασία με την αδελφότητα Χιονιαδιτών ‘’ο Άγιος Αθανάσιος’’.
- Αφιέρωμα στην Ήπειρο / Γεωγραφίες Τ5 εκδόσεις Εξάντας Καλοκαίρι 2003
- Χάρη Δ. Σωτηρίου / Ηπειρώτες Αγωνιστές / περιοδικό Κόνιτσα Τ109 Μάρτιος – Απρίλιος 2003
- Σωκράτη Οικονόμου / Αναμνήσεις από το Γοργοπόταμο / περιοδικό Κόνιτσα Τ109 Μάρτιος – Απρίλιος 2003
- Χάρη Δ. Σωτηρίου / Ηπειρώτες Αγωνιστές / περιοδικό Κόνιτσα Τ110 Μάιος – Ιούνιος 2003
- Βασίλης Νιτσιάκος / Οι Ορεινές Κοινότητες της Βόρεια Πίνδου / εκδόσεις Πλέθρον Αθήνα 1995
- Ήπειρος / Εκδοτική Αθηνών / Αθήνα 1997
Γ’ Άρθρα σε εφημερίδες
-
Σωτήρης Γοργογέτας / Οδοιπορικό στο Γράμμο και τα μαστοροχώρια / σειρά 19 άρθρων στην εφημερίδα ‘’Πρωινός Λόγος’’ Τρικάλων από 2/3/99 – έως 23/3/99