ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (10617 λέξεις)

ΚΑΣΤΟΡΙΑ – ΦΟΥΣΙΑ – ΣΛΙΜΝΙΤΣΑ – ΜΟΝΟΠΥΛΟ – ΓΙΑΝΝΟΧΩΡΙ – ΛΙΒΑΔΟΤΟΠΙ

(Γράμμος 6η εργασία από 8)

Κείμενο - Διαφάνειες: Άγγελος Σινάνης e – mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

© Μάρτιος 2006

Τα Γραμμοχώρια του Άνω Αλιάκμονα

Τα θαυμάσια τοπία του ορεινού συγκροτήματος της βόρειας Πίνδου - ψηλά βουνά, απότομες χαράδρες, άφθονα νερά, πλούσια βλάστηση και σπάνια είδη του ζωικού βασιλείου, δημιουργούν την απαράμιλλα όμορφη περιοχή του βόρειου Γράμμου. Το ομώνυμο χωριό, το πεδίο «Μπαρούγκα - Φλάμπουρο» σε συνδυασμό με τα «Λιβάδια Έλμας» και το παρθένο από επεμβάσεις περιβάλλον, φροντίζουν να κατακλύζουν με ωραιότατες εικόνες τα μάτια και την ψυχή, αποτελώντας ταυτόχρονα μοναδικούς πόλους έλξης επισκεπτών. 

Η περιοχή δεν είναι διαφημισμένη, ενώ για πολλούς είναι δυσπρόσιτη και, με εξαίρεση το Νεστόριο, δεν είναι ανεπτυγμένη τουριστικά. Αυτό όμως λειτουργεί υπέρ της, αφού σε τίποτα δεν μειώνει την υψηλή οικολογική της αξία. Ίσα – ίσα, το αποτέλεσμα της απλοχεριάς της φύσης προσθέτει ειδικό βάρος και, σιγά αλλά σταθερά, κάνει την περιοχή γνωστή σ’ ένα όλο και μεγαλύτερο κύκλο μυημένων περιηγητών. 

Η διάσχιση του βουνού από το Γράμμο (χωριό) μέχρι τη Φούσια από το δασικό δίκτυο προσφέρει εντυπωσιακή θέα της πλούσιας χλωρίδας του συγκροτήματος που αποτελείται από τα πιο ενδιαφέροντα φυσικά τοπία στην Ελλάδα· δύσκολα θα εντοπίσετε παρόμοιο. Μόλις 1,5 χλμ., απέχει απ’ το χωριό η διασταύρωση (δστ. στο εξής), με την πινακίδα προς «Μπαρούγκα», «Μούζα» και «Φούσια» που προσπεράσετε πηγαίνοντας προς Γράμμο. Τώρα επιστρέψτε, ακολουθώντας πλέον τον καλοστρωμένο δρόμο που περνάει από την τοποθεσία «Λιβάδια», μέχρι την επόμενη δστ., ανάμεσα στις κορυφές 1944 και 1771, όπου ο αυχένας. Εκεί φεύγει δρόμος αριστερά (Ν), προς την τοποθεσία «τυροκομείο» ανεβάζοντάς σας ψηλότερα, σχεδόν δίπλα από τα σύνορα με την Αλβανία και κάνοντας έναν τεράστιο κύκλο, περνάει από τη θέση ‘’Γκιστόβα’’ κοντά στη λίμνη του Γράμμου (35’ – 40’ πεζοπορία) φέρνοντας σας πάλι στο Γράμμο (χωριό). Εσείς, στον αυχένα να πάτε δεξιά, και, αφού περάσετε το ρέμα «Μπαρούγκα», θα μπείτε στο θαυμάσιο δάσος. 

Σε όλη τη διαδρομή σάς ‘’συνοδεύουν’’ λίγα Ρόμπολα αρκετές στροφές, ενώ πιο κάτω, ψηλή ευθύκορμη Μαύρη Πεύκη και Οξιά. Κατηφορίζοντας, περνάτε δίπλα από την κορυφή Πέτρα (1614 μ.) μια κορυφή σαν πυραμίδα και σύντομα βρίσκεστε στον ευρύτερο χώρο της Φούσιας.Αυτός ο τομέας διασχίζεται από το ρέμα «Μπαρούγκα» που έχει δώσει το όνομά του σε όλη την περιοχή. Είναι περισσότερο γνωστή σαν Διατηρητέο μνημείο της Φύσης Φλάμπουρου, (ΦΕΚ 656/Β/1986) ονομασία που αντλεί από τη γειτονική ομώνυμη κορφή δίπλα από την οποία περάσατε και που φτάνει τα 1882 μ. υψ. Το δάσος αυτό είναι σπουδαίο, προστατεύεται, και μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία δασοπονική εκμετάλλευση. Σύμφωνα με την Υπ. Απόφαση 105497/86, «…παρουσιάζει μεγάλη οικολογική σημασία», και περιλαμβάνει ένα φυσικό παρθένο μικτό δάσος οξιάς – υβριδογενούς Ελάτης και Μαύρης Πεύκης στη θέση «Μπαρούγκα» ή «Φλάμπουρο» με συνολική έκταση 130 ha (ha: εκτάρια, επί 10 = 1300 στρ.). Λόγοι περαιτέρω προστασίας οδήγησαν στο να συμπεριληφθεί στο δίκτυο «biogenetic reserves» του συμβουλίου της Ευρώπης.

Στην ελληνική πλευρά του Γράμμου, εκτός από τον κεντρικό πυρήνα υπήρχαν όπως είδαμε (βλ. στον ίδιο τόμο Γράμμος 5ο), οι περιφερειακοί οικισμοί Φούσια, Βετέρνικο, Λιβάδι και Πισκοχώρι, και οι ανεξάρτητοι, Λινοτόπι με τον περιφερειακό οικισμό του Αγίου Ζαχαρία. Οι αιτίες για την πληθυσμιακή αυτή συγκέντρωση σε τόσο ορεινά, απροσπέλαστα μέρη, πρέπει να αναζητηθούν στις ανακατατάξεις που έφερναν οι πολεμικές συγκρούσεις, η αλληλένδετη με την τουρκική κατάκτηση τρομοκρατία, οι βίαιες εξισλαμίσεις που ανάγκασαν τελικά το ελληνοχριστιανικό στοιχείο, να εγκαταλείψει τα εδάφη που μέχρι τότε ζούσαν. Η αναζήτηση ασφαλέστερου καταφυγίου ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική και πολιτισμική ζωή σε μεγάλο βάθος χρόνου και όσο γίνεται πιο μακριά από τους δυνάστες τους, οδήγησε σ’ αυτά τα μέρη. 

Η οριακή γεωγραφική θέση της περιοχής είχε καθοριστική σημασία στην μετέπειτα πορεία της. Αυτή, διακρίνεται για την πολυ-πολιτισμικότητα που προέρχεται από διάφορες εθνοτικές ομάδες που κατοίκησαν είτε σε ξεχωριστές ζώνες είτε σε μικτά χωριά, ειδικά κατά την μακρά περίοδο της τουρκοκρατίας, η οποία, κράτησε μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους. Η μικρασιατική καταστροφή και η μετέπειτα ανταλλαγή των πληθυσμών αναδιοργάνωσε αυτή την πληθυσμιακή σύνθεση παίζοντας το δικό της ρόλο στις επί μέρους πληθυσμιακές ομάδες και την ιστορική παρουσία τους στην περιοχή. Η ύπαρξη αξιόλογων μεταβυζαντινών εκκλησιών μαρτυρεί κοινότητες με οικονομική αυτοτέλεια και πλούτο. 

Το ίδιο συμβαίνει και με τη Φούσια (και Φούσα(1) στα 1000 μ. υψ.), ένα μεγάλο και σημαντικό(2) χωριό που, όπως και το Βετέρνικο, λειτουργούσε και ευημερούσε περιφερειακά της Γράμμοστας και ταυτισμένο με αυτή. Πρέπει να είχε μικρή δημογραφική δύναμη, γιατί τα ίχνη των κατοίκων της χάθηκαν στις νέες συνοικήσεις ανάμεσα σε πολυπληθέστερους βλάχους από άλλους οικισμούς, όπως το Μοναστήρι, ενώ κάποιοι άλλοι αναφέρονται να ακολούθησαν γραμμουστιάνικα φαλκάρια του Οσόγκοβου, στα ανατολικά εδάφη της π.Γ.Δ.Μ(3). Σημαντικό για την κατοπινή εξέλιξη αυτών των κοινοτήτων αποτελεί το γεγονός της πλήρους εγκατάλειψης, εν αντιθέσει με τη Γράμμοστα. Οι πληθυσμοί έφυγαν χωρίς να επιστρέψουν ποτέ στα πάτρια εδάφη, όπως έγινε και με το Λινοτόπι ή τη Νικολίτσα. 

Ο αείμνηστος φιλόλογος Μιχάλης Ράπτης καταγράφει(4) ένα άγνωστο τραγούδι που του είπε ο Κώστας Πίσσιος, γεννημένος στη Σλίμνιτσα το 1904, που μέσα από τους στίχους του αναφέρεται η στενή σχέση της Φούσιας με το γειτονικό Λινοτόπι και την ταυτόχρονη καταστροφή τους ως εξής: «Φούσα και Λινοτόπι, τα δυο μαζί χωριά | Δίδυμα αδέρφια στο διάβα των αιώνων | Λόγο δώσανε να μείνουν σταυραδέρφια | Βλάμηδες πιστοί, εδώ στον Προμαχώνα, | στου Γράμμου τα μαρτυρικά χωριά. | Εδώ ‘χουνε τις ρίζες τους βαθιά, | στης Μπέλιτσας τ’ ορμητικά νερά. | Πού ‘θε να βρούνε τέτοια ευφοροχώματα | εύφορα και τόσο καρπερά; | Μα η αποφράδα μέρα έφτασε | Στάχτη τα δυό τά ‘κανε ο οχτρός | οι βάνδαλοι Τουρκαλβανοί του Αλή». 

Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών κρατούν ζωντανή την ανάμνηση του εποικισμού από μωαμεθανούς Αλβανούς οι οποίοι, αναζητώντας καλύτερες και άδειες βοσκές, φτάσανε και εγκαταστάθηκαν σε αυτό το χώρο. Αναφέρουν(5) μάλιστα σαν επικεφαλής του χωριού τον Φετί Μπέη, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ευνοήθηκε από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων για τις υπηρεσίες που του πρόσφερε, και εκείνος, για ανταμοιβή, του παραχώρησε το τσιφλίκι Λιβαδοτόπι. Η ευρύτερη περιοχή ήταν θέατρο σκληρών μαχών καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1903 – 1908) με πρωταγωνιστές πολλούς οπλαρχηγούς, όπως ο Νταλίπης (1872 – 1906), ο Καπετάν Κώτας (1863 – 1905), ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης (1872 – 1904). 

Μετά ακολούθησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912 – 1913). Με την κήρυξη του πρώτου, στις 5 Οκτωβρίου του 1912, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες των κατοίκων για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα. Ήταν τόση η σιγουριά τους που, σε συνεννόηση με τους δημογέροντες, προσκάλεσαν επιτροπές από τα γειτονικά Αλβανικά χωριά, Βιδόβα, Φούσια και Ζαγάρι, και τους συνέστησαν να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενοι προστασία. Όμως η περιοχή ελεγχόταν από τον Σαλή Μπούτκα με βάση την Ερσέκα και δεν την άφηνε εύκολα, ανεξάρτητα της θέλησης των επίσης Αλβανών κατοίκων. Εντυπωσιάζει όμως η στάση του επικεφαλής της Φούσιας, Φετί Μπέη που ειδοποίησε τα γύρω χωριά (Σλίμνιτσα, Μονόπυλο, Γιαννοχώρι, Καλή Βρύση), να φύγουν οι κάτοικοι, γιατί επίκειται επίθεση από την Ερσέκα. Έτσι γλίτωσε όλος ο πληθυσμός των χωριών. 

Με την ανακήρυξη της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου, (17 Μαΐου 1914) αρχίζει να συγκροτείται ο στρατός της. Εκείνη την εποχή έφτασαν στα Γραμμοχώρια πολλοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο Τσόντος – Βάρδας, που κοντά του μαζεύτηκαν πολλοί νέοι εθελοντές από τα γύρω χωριά. «Στις 14 Απριλίου αφίχθηκε στο Αρχηγείο των αυτονομικών δυνάμεων ο ταγματάρχης Πυροβολικού [Γεώργιος] Τσόντος – Βάρδας και ανέλαβε την διοίκηση όλων των σωμάτων που είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή. Στις 20 Απριλίου ο Τσόντος – Βάρδας εγκατέστησε την έδρα του αρχηγείου του στο χωριό Φούσια»(6).  Εξορμώντας από τη Φούσια προέλασαν γρήγορα, και στις 23 Ιουνίου 1914 ο στρατός της Αυτόνομης Βόρειας Ηπείρου απελευθέρωσε την Κορυτσά και την επομένη τη Μοσχόπολη. 

Αργότερα, και, ενώ στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ξεκινούσαν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας, καθορίστηκαν τα νέα σύνορα και όλα αυτά τα εδάφη που περιλάμβαναν τη Βόρεια Ήπειρο δόθηκαν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας όπως έλεγε το προηγηθέν, (4/17 Δεκ.1913) κατάπτυστο «πρωτόκολλο της Φλωρεντίας». Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1919) η Φούσια εκκενώθηκε, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων και, όπως έγινε στον γειτονικό Άγιο Ζαχαρία, μόνο η ανάμνησή τους φωλιάζει πλέον στις μνήμες. Κατά τον οριστικό καθορισμό των συνόρων (1924) τύχη αγαθή στο πεπρωμένο τους έφερε τα Γραμμοχώρια στην Ελληνική επικράτεια, εγκαθιστώντας από τότε, μια διμοιρία στο Μονόπυλο και ένα φυλάκιο στο Γιαννοχώρι(7)

Στην εποχή μας, η Φούσια δεν έχει τίποτα που να θυμίζει πρότερη κατοίκηση. Περπατώντας στο λιβαδάκι εκεί που κάποτε ήταν το χωριό, διαπιστώνετε και εσείς ότι στην αιώνια πάλη της πέτρας με τη φύση, υπήρξε κι’ εδώ το γνωστό αποτέλεσμα της νίκης της δεύτερης, πάνω στα ανθρώπινα δημιουργήματα. Μόνο ψηλότερα στο λόφο, σώζεται ένα μικρό πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου, με δύο εντοιχισμένες, σκαλισμένες σε πέτρα, επιγραφές που γράφουν: «Ανηγέρθη)(τω 1946 υπο Κρητών στρατιωτών» προφανώς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, και η δεύτερη στο υπέρθυρο η οποία αναφέρει: «Ανακατασκευάστηκε το 1997 από το 601 τ.π.» τάγμα, της 61ης Ταξιαρχίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το οποίο έδρασε εδώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου(8). Αυτό το νεώτερο εκκλησάκι είναι το μοναδικό που θα δείτε στο χώρο, ενώ σύμφωνα με τον Αχιλλέα Παπαϊωάννου(9) στη Φούσια είναι θαμμένος ο Γιώργης Γιαννούλης (από το Επταχώρι βλ. προσθήκη πιο κάτω) που θεωρείτο ένας «εκ των ικανοτέρων και τολμηρότερων ηγητόρων»(10) του Δ.Σ.Ε. που έδρασε στο Γράμμο.

 Ολόκληρη η περιοχή που διασχίσατε γειτονεύει με την περιοχή της Κορυτσάς στην Αλβανία, στην οποία υπάγεται το όρος Μοράβα (1500 μ. υψ.), και θεωρείται από τους ειδικούς συνδετική ζώνη για τους υποπληθυσμούς ειδών πανίδας, ιδιαίτερα των απειλούμενων ειδών αρκούδας (Ursus arctos) και αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica). Στο πλαίσιο του προγράμματος Άρκτος (1η φάση) του Αρκτούρου, είχε πραγματοποιηθεί αναγνωριστική περιοδεία και αυτοψία του βιοτόπου τους στον ορεινό όγκο Μοράβα, που αποτελεί τη φυσιογραφική συνέχεια του ορεινού όγκου του Γράμμου στο Αλβανικό έδαφος, συνοδεία του διευθυντή δασών Κορυτσάς κ. Stravri Pllaho και του υπεύθυνου θήρας Κορυτσάς κ. Piro Pojani. 

Έγινε διάσχιση του Εθνικού Πάρκου Bosdovec που πρόκειται για μια θαυμάσια περιοχή με έκταση 1030 ha η οποία, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας της Αλβανίας, περιλαμβάνει πυκνό δάσος Ελάτης - Μαύρης Πεύκης (833 ha), βραχώδεις περιοχές (182 ha), χορτολιβαδικές (12 ha), και αγροτικές εκτάσεις (3 ha), που έχει κηρυχθεί Εθνικό πάρκο και διέπεται με τους αντίστοιχους κανονισμούς όπως τα δικά μας «Αισθητικά δάση» (11). Η έρευνα αυτή, έγινε για την εκτίμηση της κατάστασης των βιοτόπων των πληθυσμών και της εξάπλωσης της αρκούδας στην Νότια Αλβανία με ιδιαίτερη έμφαση στις συνδετικές ζώνες μεταξύ των ορεινών όγκων Μοράβα και Γράμμου»(12). Η γενική εικόνα της κατάστασης του δασικού βιότοπου παρουσιάζεται πολύ ικανοποιητική. Δεν αποκλείεται καθόλου να διασταυρωθείτε με αρκούδα ή αρκουδάκια, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο, ότι θα δείτε πατημασιές.

Η φύση εδώ οργιάζει σ’ ένα περιβάλλον που θα σας μείνει αξέχαστο. Από τη Φούσια ο κεντρικός δρόμος είναι μόλις εξακόσια μέτρα. Σε όλη τη διαδρομή προς το Τρίλοφο σάς συνοδεύει μέσα στο φαράγγι, σωστό ποτάμι πια, ο Αλιάκμονας (παλιά «Βίστριζα») που με τις φιδίσιες διαδρομές του αρκετές φορές προδιαθέτει για ψάρεμα, όπως κάνουν κοντά στην κοίτη του αρκετοί κάτοικοι το καλοκαίρι. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο ποταμό της Ελλάδας με μήκος 297 χλμ. Πηγάζει από τα όρη Βέρνο, Βαρνούντα και Γράμμο και εκβάλει στο Θερμαϊκό κόλπο.  Τα δάση, από την ώρα που αφήσατε τη μεγάλη κοιλάδα του Γράμμου, όσο πάνε πυκνώνουν προσφέροντας ολοένα πιο όμορφα, ήρεμα τοπία.

Από τις πυκνές συστάδες των δέντρων, αρκετά πριν φτάσετε στο χωριό, διακρίνετε το Τρίλοφο (προ του 1953 Σλίμνιτσα και Σλήμνιτσα(13) στα 1180 μ. υψ.), χτισμένο ανάμεσα στην κορφή «Κονοπίτσες» (1334 μ. υψ.) και «Πόρος» (1202 μ. υψ.), ο «Άγιος Χριστόφορος» των ντόπιων, ονομασία που αντλεί από το παλιό ξωκλήσι που υπήρχε εκεί μέχρι πριν τον εμφύλιο. Όπως όλες οι πρώην κοινότητες του Άνω Αλιάκμονα υπάγεται στο Δήμο Νεστορίου και παλιότερα ήταν η μεγαλύτερη της περιοχής με διακόσιες οικογένειες (1880), ενώ στην απογραφή της 15ης – 16ης Μαΐου 1928 ζούσαν εδώ 366 κάτοικοι(14). Ένας παραπόταμος του Αλιάκμονα και μια μικρή χαμηλή κοιλότητα του εδάφους χώριζε τους δύο μεγάλους μαχαλάδες που μέχρι τα χρόνια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, διέθεταν πλήθος λιθόχτιστες αρχοντικές διώροφες και τριώροφες κατοικίες. Αυτές ήταν χτισμένες όπως σε όλα τα χωριά, σύμφωνα με την παράδοση, από Ηπειρώτες, (Πυρσογιαννίτες και Βουρμπιανίτες) μαστόρους και τα μπουλούκια τους. 

Από τη Σλίμνιτσα κατάγονται ο καπετάνιος Βάσος [Βασίλειος] Φαρμάκης [Γεωργίου], γιος του υλοτόμου Κώστα Γεωργίου, που κατά την επανάσταση της Μακεδονίας, το 1878, συνεργάστηκε με τον Δημήτριο Νταλίπη από το Γάβρο, και ο οπλαρχηγός Νικόλαος Μπέλλος(15). Το θαραλλέο αυτό κίνημα απέτυχε γιατί γύρω της ήταν πολλά Μουσουλμανικά χωριά, οι κάτοικοι των οποίων εξεγέρθηκαν εναντίον των επαναστατών. Τότε όλη η περιοχή δέχθηκε τα αντίποινα του τουρκαλβανού λήσταρχου Αμπιδίν και τα χωριά, ειδικά η Σλίμιτσα και το Μονόπυλο, λεηλατήθηκαν ενώ πολλοί κάτοικοι τα εγκατέλειψαν καταφεύγοντας στην Καστοριά. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο σημερινό Συκούριο (Μέγα Κεσερλί) Λάρισας και άλλοι στα Τρίκαλα, μεταξύ αυτών και ο προαναφερθείς Νικόλαος Μπέλλος. 

Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας και, ενώ πέρασαν πολλές δεκαετίες εγκατάλειψης, γίνονται μεγάλες προσπάθειες από τους τριανταένα μόνιμους κατοίκους (’01) για να χτιστούν και άλλα σπίτια, εκτός των δεκατεσσάρων που υπάρχουν σήμερα, και να ξαναζωντανέψει το χωριό. Την καλοκαιρινή περίοδο ανεβαίνουν όλοι οι ντόπιοι και φτιάχνουν, επισκευάζουν, χτίζουν θυμίζοντας μελίσσι που προετοιμάζει τη φωλιά του. Είναι βέβαιο ότι μόλις σας ακούσουν, από κάπου θα πεταχτούν, προσκαλώντας σας για ένα τσιπουράκι. Στο Τρίλοφο υπάρχουν τέσσερα απ’ τα πιο όμορφα μνημεία των Γραμμοχωρίων. Το πρώτο το συναντάτε δεξιά σας, λίγο πριν μπείτε στον οικισμό καθώς έρχεστε από τη Φούσια και δεν είναι άλλο, από την πανέμορφη πέτρινη σκεπαστή κρήνη χτισμένη πάνω στο παλιό ρέμα που διέσχιζε το χωριό. Αμέσως μετά, αριστερά σας είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου με μια πανέμορφη είσοδο που μαζί με την εικόνα της Παναγίας πάνω από το υπέρθυρο, και τους εξωτερικούς τοίχους, είναι το μόνο που σώζεται από την άλλοτε μεγάλη εκκλησία, που λειτουργούσε (1928) ο παπα-Θόδωρος Τσαλδήκας. Αργότερα, θυμούνται οι κάτοικοι τον παπα Δημήτρη και τον παπα Νικόλα. 

Μέσα στην παλιά, με έξοδα των κατοίκων και εργασία του πολιτιστικού συλλόγου χτίστηκε το 1992 μικρή, νεότερη εκκλησία, που λειτουργείται λίγες φορές το χρόνο διαδοχικά με τον Άγιο Αθανάσιο, στο μεγάλο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου. Τότε έρχονται περισσότεροι από διακόσιοι προσκυνητές ακόμα και από τα γύρω χωριά. Στην αριστερή πλευρά της τοιχοποιίας ένα από τα χαμηλά πελεκημένα αγκωνάρια φέρει σκαλισμένη τη χρονολογία 1908. Δεν αποκλείεται να προσδιορίζει επισκευή, αφού από την κύρια μεγαλογράμματη επιγραφή στο τύμπανο της παλιότερης μνημειακής εισόδου και με την αμέριστη συμπαράσταση του καθηγητή Αρχιτεκτονικής κ. Αργύρη Πετρονώτη μαθαίνουμε ότι χτίστηκε το 1843:
Α) Η κυρίως μεγαλογράμματη επιγραφή στο τύμπανο, εκατέρωθεν της κορυφής του ανοίγματος:

α) Μεταγράφεται:

ΚΗΜΗCHC THC ΗΠΕΡ

ΑΓΗΑC  ΘΕ  ΤΩΚΩΥ  ΚΟΥ

Χ    1843    2 CΕΜΤΕ

β) Ορθογραφείται και συμπληρώνεται:

ΚΟΙΜΗCICTHC ΥΠΕΡ –

ΑΓΙΑC   ΘΕ -  ΟΤΟΚΟΥ {ΚΟΥ}

Χ    1843   2  CEM[Π]TE[MBΡIOY]

Β) Η επιγραφή στο πάνω οριζόντιο μέρος του θυρώματος και στην κεφαλή των παραστάδων:

1)  Πάνω – πάνω δύο μεμονωμένες λέξεις. Η δεξιά δυσανάγνωστη.

    Η αριστερή: α) μεταγράφεται: ΠΡωΕCTHκαι β) ορθογραφείται ΠΡΟΕΣΤΟΙ με ευνόητο νόημα.

2) Η μεγάλη συνεχής σειρά παρέχει τα ονόματα των Προεστών:

CΩΤΗΡΗ   ΓΗΩΡΓΗ  ΠΑΔΩΚΙΡΓΑ  ΘΩΜΑ  ΥΔΩΚΑΚΩ  ΧΡΗCTΩ  ΘΗΜΗ Εύκολη είναι η απόδοση των ονομάτων εκτός του τρίτου και πέμπτου, στο οποίο κάποιο «Κ» μπορεί να σημαίνει «Ν».

2α) Συνεχίζεται στη δεξιά παραστάδα: ΘΑΝΑ | CH  |  ΓΙΩΡ | ΓΗ   ΘΟ | ΜΑ   ΓΗ | ΩΡΓΟ |  ΓΗΩΡ | ΓΗ

3) Στην κορυφή της αριστερής παραστάδας: α) Μεταγράφεται: ΜΑΤΟ | ΡΟΥΔΗ (;) | ΑC β) Ορθογραφείται και συμπληρώνεται: ΜΑ[Σ]ΤΟ   ΡΟΥ – [ΑΝ] ΔΡ  ΕΑΣ (;)  ο μάστορας που από ότι φαίνεται γνωρίζει καλά τη γλυπτική.

Λίγο πιο κάτω, στον ίδιο λόφο που προσδιόριζε το όριο του Κάτω με τον Πάνω μαχαλά βρίσκεται σε καλή κατάσταση το  θαυμάσιο λιθόχτιστο Δημοτικό Σχολείο χτισμένο το 1924 με έξοδα του Αλεξίου Σαμαρά που διέπρεψε με το εμπόριο ξυλείας στο Βόλο. Αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα οικοδόμησης αρβανιτών μαστόρων από τη Στίκα της Κολώνιας (σύμφωνα με μαρτυρία του Βασ. Παπαγεωργίου – καλοκαίρι 2004, που του μετέδωσε ο αείμνηστος Πίσσος Θεόδωρος του Νικολάου). Στο διτάξιο σχολείο φοιτούσαν, το 1928, εξήντα οκτώ μαθητές, ενώ στο νηπιαγωγείο πήγαιναν άλλοι είκοσι δύο. Υπήρξε μάρτυρας όλων των συνταρακτικών γεγονότων ενώ μέχρι πρόσφατα (2004) είχε παραχωρηθεί η χρήση του από τον πολιτιστικό σύλλογο Τριλόφου στο στρατό (574 τ.π.). για να χρησιμοποιείται για φυλάκιο.

Από την καλοκαιρινή περίοδο του 2005 και μετά, φαίνεται ότι δεν επανδρώνεται(16). Στη σκέψη του συλλόγου είναι να αξιοποιηθεί σαν ξενώνας για τους περιηγούμενους, αφού αυτός που υπάρχει διαθέτει μόνο τρία δωμάτια. Είναι πραγματικά αξιόλογη ιδέα, που πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα στην υλοποίηση και χρειάζεται να υποστηριχτεί, μια που θα ωφεληθεί όλη η περιοχή. Απ’ όπου και να έρθετε, το φρουριακής κατασκευής μνημείο που πραγματικά ξεχωρίζει με την παρουσία του και τον δεκάπλευρο τρούλο του, είναι ο μεγαλόπρεπος  Άγιος Αθανάσιος στον λοφίσκο του Κάτω μαχαλά. Πετρόχτιστο οικοδόμημα του 1872, όπως πληροφορεί το λιθανάγλυφο με άνθη και αποτρεπτικές μικρές κεφαλές, υπέρθυρο. 

Πάνω από την είσοδο του ναού, εκεί που συνήθως βρίσκεται η εικόνα του αγίου στην οποία είναι αφιερωμένη, βρίσκεται ζωγραφιστή σε λαμαρίνα η εικόνα του Αγίου Νικολάου που τοποθετήθηκε εκεί, γιατί του Αγίου Αθανασίου καταστράφηκε. Ο προσεκτικός επισκέπτης θα διακρίνει γύρω απ’ την αγιογραφία τις τρύπες από τις σφαίρες. Κόσκινο απ’ αυτές, ήταν και ο δεκάπλευρος τρούλος από τις τρύπες του οποίου έμπαινε τόσο νερό, που, φοβούμενοι οι κάτοικοι μήπως διαβρωθεί η στέγη, τον σοβάτισαν (2005). Συνήθως είναι ανοιχτός, μπείτε και περπατήστε πάνω στο παλιό, στρωμένο με πλάκα δάπεδο. Ξεχωρίζει το ίδιας χρονολογίας με την ανέγερση ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ εντυπωσιάζει περισσότερο ο έντονα χρωματιστός άμβωνας, επίσης ξυλόγλυπτος.

Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος που ήρθε εδώ επικεφαλής ομάδας φοιτητών ανέφερε ότι παρόμοιο τέμπλο υπάρχει και στο Πήλιο. Μάταια ο μοναδικός πολυέλαιος προσπαθεί να φωτίσει όλο το εσωτερικό του μεγάλου ναού που στερείται τοιχογραφιών, ενώ ο μεγάλος υπερυψωμένος γυναικωνίτης θυμίζει τις εποχές που το Τρίλοφο είχε πολλούς κατοίκους. Απέναντι από την εκκλησία είναι ο μικρός λόφος, το καραούλι των ντόπιων, με το μνημείο πεσόντων στους πολέμους σε ένα σημείο με πραγματικά ανυπέρβλητη θέα πραγματικό ‘’καραούλι’’, απ’ όπου ο επισκέπτης αγναντεύει όλο το χωριό και το πυκνό δάσος. 

Αρκετά μακρύτερα από το Τρίλοφο, λίγο πριν τα σύνορα, υπήρχε η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου κάποτε πλούσια μονή που την έκτισαν οι κάτοικοι της ακμάζουσας Νικολίτσας, στις μέρες μας καθ’ ολοκληρίαν ερειπωμένο. Ο γραμματέας του συλλόγου κ. Βασίλης Μπέλλος άκουσε από τους γεροντότερους κατοίκους ότι είχε πολλούς κοιτώνες για τους προσκυνητές, πολλά αλώνια και έκανε κουμάντο σε μεγάλες εκτάσεις. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι παλιότεροι κάτοικοι το αναφέρουν αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, πράγμα που διορθώνει ο καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος γράφοντας: «Ο μητροπολίτης Καστοριάς και κατόπιν Διδυμοτείχου Φιλάρετος που περιηγήθηκε την περιοχή Καστοριάς, επισκέφθηκε τα εξής Μοναστήρια:..[]…το ερειπωμένο καθ’ ολοκληρίαν τώρα μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου απέναντι από τον Γράμμο προς το άλλοτε τουρκικό χωριό Άρζα και το χριστιανικό Σλήμνιτζα»(17).  Υπάρχει μια πληροφορία από τον παλιό αγροφύλακα κ. Μιχάλη Ράπο, ότι πήγε μια αρχαιολόγος το είδε από κοντά και ίσως κατέγραψε κάποια στοιχεία του. Σε αναζητήσεις που έγιναν δεν βρέθηκε κάποια καταγραφή, ώστε να μάθουμε περισσότερα. Λένε ότι πριν 20 χρόνια υπήρχαν οι τοίχοι του, αλλά η δράση χρυσοθήρων το ξεθεμέλιωσε αρχικά, το σώριασε αργότερα. 

Η ύπαρξη νερού από τους παραποτάμους και πιο κάτω από τον ίδιο τον Αλιάκμονα, αποτελεί βασικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος και υπήρξε καθοριστική πηγή ζωής για την οικονομία και την κοινωνική ζωή των κατοίκων στα Γραμμοχώρια. Το ίδιο και τα μεγάλα δάση του Γράμμου που απασχολούσαν επαγγελματικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η κάθε οικογένεια σε όλες τις κοινότητες είχε πάντα κάποιους να ασχολούνται με δασικές εργασίες, ενώ οι κορμοί, για χρόνια ‘’μεταφέρονται’’ με τη δύναμη της ροής του ποταμού στο Κάτω Νεστόριο, όπου μεγάλα νεροπρίονα ανελαμβάναν τον τεμαχισμό. Το δασαρχείο Καστοριάς χορηγούσε κάθε χρόνο άδειες στους «Υλοτομικούς Συνεταιρισμούς», που, εν συνεχεία, ξύλευαν τα δημόσια δάση της περιοχής και τα κέρδη τα μοίραζαν μεταξύ τους ανάλογα τις εργασίες που έκανε ο καθένας. Παράλληλα, άλλα επαγγέλματα, συνεταιρισμοί και υποδομές άνθισαν στην περιοχή. 

Εκτός από τα νεροπρίονα, υπήρχαν νερόμυλοι, νεροτριβές, μαντάνια που έδιναν δουλειά οδηγώντας στην ευημερία και την ανάπτυξη. Στην περιοχή του Γράμμου λειτουργούσαν πολλές τέτοιες εγκαταστάσεις, αρκετά πιο μακριά από τον κύριο τόπο κατοικίας των κατοίκων, για παράδειγμα το νεροπρίονο του Σλιμιτσιώτη Ζήκα, ήταν στη Μυροβλήτη, ενώ στον τομέα που εξετάζουμε υπήρχαν στο ρέμα «Μπαρούγκα» και μέσα στο δάσος, στα «Στραβά Δέντρα». Όταν ξεκινούσαν οι εργασίες οι κάτοικοι έφευγαν και γύριζαν μια φορά την εβδομάδα για προμήθειες. Μόνο στο Τρίλοφο, υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του ’40 τρία νεροπρίονα, τα οποία είναι γνωστά με τα ονόματα των ιδιοκτητών τους, Καραμάλη, Πίσιου, και Παπά, ενώ στο μεγάλο ρέμα της «Γερακίνας», παραπόταμου του Αλιάκμονα που περνά δίπλα από το χωριό, λειτουργούσε ο νερόμυλος. 

Λίγα χλμ. απέχει το Μονόπυλο (πριν το 1928 Πελκάτη ή Πελκάτικαι Πυλκάτη»(18)) σε μια διαδρομή που σας συντροφεύει ο Αλιάκμων. Η άμεση εξάρτηση του ανθρώπου από το νερό τον οδήγησε, και έχτισε τα χωριά του εδώ, δίπλα σχεδόν από το ποτάμι. Από το κεντρικό δρόμο το μόνο που φαίνεται είναι το τετράγωνο σπίτι του παλιού προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου, Κλειούση Δημήτρη. Για να φτάσετε στο χωριό, προχωρήστε κάποια μέτρα προς Καλή Βρύση και αμέσως, αριστερά σας, θα δείτε το στενό ανηφορικό μονοπάτι, τη μια και μοναδική είσοδό του (από εκεί και τ’ όνομα), που βγάζει στα δύο σπίτια και την εκκλησία της Αγίας Ματρώνας, τα μόνα οικοδομήματα, που προσδιορίζουν την παλιά κοινότητα. 

Είναι εκπληκτικό πως όλοι έχουν στη σκέψη τους κάποια μικρά χωριουδάκια υλοτόμων που με τον καιρό παρήκμασαν και έσβησαν, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με μεγάλες και δυνατές κοινότητες που δύσκολα χάνονται έτσι, δια μιας, από προσώπου γης. Το Μονόπυλο ήταν από τα μεγάλα αρχοντικά χωριά της περιοχής και, βλέποντας τη φωτογραφία που κρατάει ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Βασίλης Τούλιος, εύκολα πιστεύουμε ότι είχε όχι τρία παντοπωλεία – καφενεία που μας λέει, αλλά πολλά περισσότερα. Οι κάτοικοι του χωριού σύμφωνα με την απογραφή(19) του 1913 ήταν 341 και παρ’ όλους του πολέμους, το 1928 ήταν 315, ενώ την ίδια χρονιά το διτάξιο σχολείο είχε πενήντα εννέα μαθητές και το νηπιαγωγείο είκοσι τέσσερις»(20).

Πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο είχαν αυξηθεί σε 120 συνολικά και το σχολείο ήταν τριτάξιο. Και εδώ οι κάτοικοι είχαν σαν κύρια ασχολία την υλοτομία και τη γεωργία, ενώ αρκετοί αναδείχτηκαν σαν αρχιυλοτόμοι και ξυλέμποροι. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα να θυμίζει όλα αυτά τα χρόνια στους είκοσι κατοίκους (’01) και οι καλοχτισμένες με πελεκητή πέτρα μεγάλες διώροφες και τριώροφες κατοικίες αποτελούν ανάμνηση. Πραγματικά, αν δεν υπήρχε η φωτογραφία που σαν αρχιτεκτονικό δείγμα θα πρέπει να ισχύει για όλα τα χωριά, δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι εδώ πάνω υπήρχε τέτοια ποιότητα ζωής και τέτοια μεγέθη οικοδομών. Μια μεγάλη αλήθεια για την κυριολεκτική εξαφάνιση αυτών, είναι η εγκατάλειψή τους μετά τον εμφύλιο και για πολλά χρόνια. Τότε, άλλοι γείτονες ερχόντουσαν και έπαιρναν αρχικά τις πόρτες και τα παράθυρα, την πλάκα από τις στέγες, την ξυλεία στέγης και πατωμάτων, κατόπιν τους πελεκημένους γωνιόλιθους, τις απλές πέτρες της τοιχοποιίας και σιγά αλλά σταθερά τις μετακόμισαν όλες, χτίζοντας ολόκληρες γειτονιές αλλού. 

Το μοναδικό κτήριο που καλύπτει σήμερα όλες τις ανάγκες είναι ‘’το ξενοδοχείο’’, ένα μεγάλο διώροφο που έφτιαξαν οι Μονοπυλιώτες για να μένουν τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκεί, αν υπάρξει συνεννόηση, μπορείτε να φιλοξενηθείτε, αν και η περιοχή είναι τόσο όμορφη που οι σκηνές στο πλάτωμα της Αγίας Ματρώνας είναι η καλύτερη λύση. Η πανέμορφη, εξ΄ ολοκλήρου πετρόχτιστη εκκλησία είναι χτισμένη το 1873 σύμφωνα με λιθανάγλυφη εντοιχισμένη επιγραφή σε σιδερόφραχτο παράθυρο αλλά και στο υπέρθυρο της εισόδου. Το ωραίο πανύψηλο λιθόχτιστο κωδωνοστάσιο έγινε το 1903, την ίδια χρονιά με αυτό της Κοίμησης της Θεοτόκου (Αγίου Νικολάου ‘’του καλοκαιρινού’’), στο Γιαννοχώρι(21)

Παλιότερα, γινόταν μεγάλο πανηγύρι στις δύο Μαΐου, τον δεκαπενταύγουστο και στις εννέα Νοεμβρίου, που γιορτάζει η αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα(22). Στο μεγάλο, ευρύχωρο εσωτερικό της, δεν σώζονται παρά ελάχιστες τοιχογραφίες κι’ αυτές μαυρισμένες από την κάπνα της φωτιάς. Ήταν τότε, μετά την εμφύλια σύγκρουση, που είχε αδειάσει το χωριό από τους κατοίκους και οι κτηνοτρόφοι που ήρθαν για τις πλούσιες βοσκές αναγκάστηκαν να ξεχειμωνιάσουν εδώ. Μη βρίσκοντας άλλο διαθέσιμο κτήριο, όλα είχαν ερειπωθεί από τη λαίλαπα, έμπαιναν στον ναό μαζί με τα ζώα για να προφυλαχθούν από τις κακοκαιρίες. Κάποια από τις πολλές φορές που άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν, αυτή φούντωσε και ανεξέλεγκτη έκαψε πολλά λατρευτικά αντικείμενα και κειμήλια, μεταξύ άλλων και το θαυμάσιο παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευασμένο την ίδια χρονιά με την εκκλησία. Ευτυχώς σώθηκε, ο ξύλινος γυναικωνίτης, που πρόσφατα ανακαινίστηκε, και λίγες φορητές εικόνες με βαθιά σημάδια απ’ τη φωτιά. Αυτές, μαρτυρούν ‘’ρωσική’’ προέλευση, τις είχαν φέρει οι παππούδες των σημερινών κατοίκων από το Άγιο Όρος, (πιθανά από το ‘’ρώσικο’’ μοναστήρι του Αγ. Παντελεήμονος), επιβεβαιώνοντας την εκδοχή που θέλει τους Γραμμοχωρίτες να ταξιδεύουν(23) για δουλειά, πολύ μακρύτερα από τα μέρη τους. 

Μάλιστα, έχουν την ίδια συνήθεια με τους μαστόρους από το Κάντσικο (σημερινή Δροσοπηγή Δήμου Μαστοροχωρίων), να φεύγουν δηλαδή απ’ το Σεπτέμβρη και μετά, με άδεια και διαβατήριο από τις τουρκικές αρχές της Καστοριάς, και να επιστρέφουν από τις 15 Ιουνίου και μετά(24). Εκείνη την εποχή δούλευαν στο Άγιο Όρος σαν τεχνίτες, χτίστες, πετράδες, κυρίως όμως σαν υλοτόμοι («Πριονάδες»), αναλαμβάνοντας οποιαδήποτε εργασία είχε σχέση με την ξυλεία. Την εποχή μετά τον εμφύλιο χάθηκαν και τα τέσσερα κειμήλια του χωριού που φύλασσαν οι κάτοικοι στην Αγία Ματρώνα. Ένα ευαγγέλιο που είχαν φέρει από τα χωριά του Βοίου, το ιερό δισκοπότηρο, το παμπάλαιο σκευοφυλάκιο (λένε ότι ήταν του 1600 ίσως και παλιότερο), και το βαρύτιμο ιερό λείψανο του Αγίου Αλεξίου που θεωρούταν θαυματουργό και ήταν στολισμένο με 7 – 8 κιλά ασήμι. Στο τέλος του εμφυλίου (1949) η εκκλησία βομβαρδίστηκε, και ένα μικρό τμήμα της κατέρρευσε. Πολύ αργότερα (1980) πήρε την πρωτοβουλία ο Χαρίλαος Τούλιος(25) κάνοντας έρανο μεταξύ των ντόπιων και των ομογενών Αμερικής και Αυστραλίας για την αναστήλωση του γκρεμισμένου τμήματος και την ανακαίνιση του εσωτερικού της, ζητώντας και τη βοήθεια της Ι. Μητρόπολης Καστοριάς. Στη βάση του καμπαναριού, υπάρχει μαρμάρινη πλάκα με σκαλισμένη επιγραφή που θυμίζει ότι εκτός από τους ντόπιους, ο ναός «αναπαλαιώθηκε με την συνδρομή των ομογενών μας της Αυστραλίας» [και της Αμερικής]. Στις μέρες μας, η εκκλησία της Αγίας Ματρώνας γιορτάζεται με μεγάλο πανηγύρι τον δεκαπενταύγουστο, τότε που ανεβαίνουν εδώ όλοι οι κάτοικοι και, τις περισσότερες φορές, συμμετέχουν και δεκάδες  ομογενείς του εξωτερικού. 

Στενή γιδόστρατα, σας οδηγεί λίγο πιο πάνω από το Μονόπυλο σε μικρή απόσταση από το μικρό, μοναδικό εκτός του ‘’ξενοδοχείου’’, σπίτι, όπου αντικρίζετε ένα μεγάλο πλάτωμα και κτήρια της παλιάς ‘’διμοιρίας’’.  Αυτά τα οικοδομήματα ήταν οι θάλαμοι του μικρού κέντρου εκπαίδευσης υπαξιωματικών και αργότερα της διμοιρίας του λόχου προκάλυψης του 575 τάγματος. «Η δράσις του [Δημοκρατικού Στρατού] εσυνεχίσθη αμείωτος…[…]…κατά τη νύκτα της 31ης Ιανουαρίου [1947] 300μελής δύναμίς των προσέβαλε την εις το χωρίον Μονόπυλον ΒΔ Νεστορίου διμοιρίαν του λόχου προκαλύψεως του 575 τάγματος με αποτέλεσμα την ανατροπήν της, την διάλυσιν του λόχου και την σύλληψιν 65 εκ των ανδρών του. Εξ’ αυτών 38 αφέθησαν βραδύτερον ελεύθεροι»(26)

Αυτό το περιστατικό, ήταν ένα μικρό τμήμα της ιστορίας της διμοιρίας, που ξεκίνησε με την εγκατάστασή της το 1924. Στο μικρό πλάτωμα, υπάρχουν πια μόνο τα ερείπια από τα πέτρινα κτήρια, κάποια βαριά αγκωνάρια που δύσκολα μεταφέρονται και ο χώρος που κάποτε είχε γύρω του τις ασπρισμένες πέτρες πιθανά το σήμα της μονάδας, και στο κέντρο, τον ιστό για την έπαρση της σημαίας. Πραγματικά η καλύτερη θέση για κατασκήνωση με πολύ ωραία θέα στον ευρύτερο χώρο. Από τη Φούσια μέχρι το Μονόπυλο κινήστε στα χνάρια της γενικής απαγκίστρωσης του κύριου όγκου του Δημοκρατικού Στρατού από την περιοχή του Γράμμου, με αποτέλεσμα τον ιστορικό ελιγμό που τον οδήγησε στο Βίτσι. Ο ελιγμός(27) ξεκίνησε λίγες ώρες μετά την άδικη δολοφονία του Γιώργη Γιαννούλη(28) από τους ‘’συντρόφους’’ του, τη νύχτα 20 προς 21 Αυγούστου 1948 και από τη περιοχή της Φούσιας διέσχισε τη Σλίμνιτσα έφτασε στο Μονόπυλο και από εδώ, ανέβηκε τον αυχένα Αλεβίτσας – Χελώνας συνεχίζοντας προς Καλή Βρύση – Διποταμία – Κομνηνάδες – Πολυάνεμο – Χαράδρα Κρυσταλλοπηγής – Βίτσι.

Από το Μονόπυλο όπου υπάρχει η κεντρική δστ., σας δίνετε η δυνατότητα να κατευθυνθείτε προς την πρώτη έξοδο του ορεινού χώρου και τα χωριά Καλή Βρύση, Διποταμία, Χιονάτο και Νεστόριο ή Κομνηνάδες, Κρυσταλοπηγή(29) απ’ το βουνό, όμως η καλύτερη επιλογή είναι να συνεχίσετε προς Γιαννοχώρι ολοκληρώνοντας αυτή τη θαυμάσια διαδρομή. Στο χώρο κυριαρχεί ο ποταμός Αλιάκμονας που μετά την έξοδό του από την κοιλάδα της Γράμμοστας, φουσκωμένος απ’ τους δεκάδες παραποτάμους του, περνάει από το Μονόπυλο και συνεχίζοντας προς τ’ άλλα χωριά, δημιουργεί μερικά από τα πιο όμορφα, αξέχαστα τοπία. Δεξιά σας, υψώνεται η κορυφή «Ψωριάρικα» (1440 μ. υψ.), που μαζί με τον «Καβαλλάρη» (1302 μ. υψ.) οριοθετούν το «Τσάρνο» ή «Τσιάρνο» (Μαύρο(30)), ένα θαυμάσιο καταφύγιο άγριας ζωής με το κύριο τμήμα του να βρίσκεται στην πλευρά της κορυφής «Παππούλη» (1601 μ. υψ.) κοντά στον Άγιο Ζαχαρία. 

Όλες αυτές οι δασωμένες περιοχές είναι γεμάτες καταφύγια, οχυρά, και όπως λένε ακόμα και σήμερα στη διεύθυνση δασών Καστοριάς, ναρκοπέδια. Επειδή ποτέ δεν ξέρετε που ακριβώς θα βρεθείτε όταν μπείτε στους δασικούς, κόσμο στο δάσος σπάνια θα συναντήσετε (ανάλογα την εποχή βέβαια), γιαυτό χρειάζεται προσοχή και σωστός προσανατολισμός. Μην ξεχνάτε ότι υπήρχαν και παγιδευμένοι χώροι κρυφοί, χωρίς σχέδιο, που δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν πού βρίσκονται οπότε αδυνατούν να τους εξουδετερώσουν. Βέβαια, τα περισσότερα δάση γίνονται αντικείμενο δασοπονικής εκμετάλλευσης και έχουν εδώ και χρόνια καθαριστεί από το στρατό, οι μπάρες δε, που μπορεί να συναντήσετε, αφορούν την προστασία των θηραμάτων, δεν απαγορεύουν τη διέλευση. Το καλύτερο πάντως είναι να καταστρώστε τη βόλτα σας σ’ ένα αξιόπιστο χάρτη και να περάσετε αυτούς τους δρόμους που ούτε στο όνειρο σας είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν.

Ένα από τα χωριά που κάποτε ευημερούσαν ήταν το Γιαννοχώρι (πριν το 1928 Γιαννοβαίνη και Γιαννοβένι(31) στα 1000 μ. υψ.), το μεγαλύτερο κεφαλοχώρι, της περιοχής, που έδωσε το παρατσούκλι Γιαννοχώρια στις γειτονικές κοινότητες. Η κοινότητα, μια από τις πολλές των Νέων Χωρών τότε, ιδρύθηκε το 1917 και περιλάμβανε τους συνοικισμούς Λιβαδότοπου, Αγίου Ζαχαρία, και τα Λιβάδια ή Λειβάδια Τούχουλης (καταστραμμένο σήμερα, βρισκόταν κοντά στον Πεύκο). Είναι χτισμένο κάτω από τα ιστορικά υψώματα «Χελώνα» (1428 μ. υψ.) και «Αλεβίτσα» (1585 μ. υψ.) ενώ απέναντί του (δυτικά), έχει την κορυφή «Ψωριάρικα». 

Από το Γιαννοχώρι κατάγεται ο Βασίλειος Ιωάννου Χατζής (Καστοριά 1870 – Αθήνα 1915), σπουδαίος θαλασσογράφος που σπούδασε στο Πολυτεχνείο υπό την καθοδήγηση του καθηγητού Κωνσταντίνου Βολανάκη. Είχε τόσο καλές επιδόσεις ώστε κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού πολέμου 1912 – 1913, η Ελληνική Κυβέρνηση του ανέθεσε να αποδώσει με τη ζωγραφική του τέχνη τις ναυμαχίες του στόλου. «Ο Έλλην καλλιτέχνης με ειδικήν άδειαν παραμένων επί των Ελλην. Πολεμικών, θα δυνηθεί επί τόπου να συλλέξη όλα τα στοιχεία και όλας τας λεπτομερείας, ας χρειάζεται για το έργον του(32)». Όλες οι θαλασσογραφίες που αφορούν τους Βαλκανικούς πολέμους, «Το θωρηκτό ‘’Γ. Αβέρωφ’’ στην ναυμαχία της Έλλης», «Η ναυμαχία της Λήμνου», ο «Αβέρωφ ανθρακεύων εις Μούδρον», η «Αμφιτρίτη [βασιλική θαλαμηγός] κομίζουσα την σορόν του Βασιλέως Γεωργίου του Α’» κ.ά, εκτίθενται στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας στην ακτή Θεμιστοκλέους. 

Στο Γιαννοχώρι γεννήθηκε ο Στρατηγός Νικόλαος Λιούμπας που πολέμησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ στον δεύτερο, υπήρξε διοικητής της πρώτης, μοναδικής τότε, Ελληνικής μηχανοκίνητης μονάδας τεθωρακισμένων, που έλαβε μέρος στον αγώνα κατά των Γερμανών στην κοιλάδα του Αξιού. Μεγάλη ήταν η προσφορά του χωριού, όπως και των δημογερόντων Β. Σιδέρη, Π. Κατσιαμάκη, Ευάγ. Άγου, Νικ. Σίμου, Ν. Χατζή, και του ιεροδιδάσκαλου Χρήστου Θ. Τσιαλντίκα(33) στη διάρκεια του πολύχρονου μακεδονικού αγώνα ενάντια στα σχέδια εκβουλγαρισμού της περιοχής αλλά και στους κατοπινούς σκληρούς αγώνες. Παρότι πέρασε πολλές δοκιμασίες, με αποκορύφωμα το κάψιμο και τη λεηλασία του από τον Αλβανό Σαλή – Μπούτκα στις 3 και 4 Δεκεμβρίου 1912, οι 481 κάτοικοι του (1928) όχι μόνο δεν το εγκατέλειψαν, αλλά στην απογραφή(34) που έγινε παραμονές του Β’ παγκοσμίου πολέμου είχε ακόμα περισσότερους (674). Επίσης, είχε έναν από τους μεγαλύτερους δασικούς συνεταιρισμούς που με τη συλλογική δουλειά και το πνεύμα αλληλεγγύης των μελών του, πρόσφερε πολλά στην περιοχή. 

Όμως η κρισιμότερη περίοδος για όλα τα Γραμμοχώρια, είχε φτάσει. Στις 28 Οκτωβρίου για λόγους αντιπερισπασμού κυρίως, (το κύριο μέτωπο ήταν στην Ήπειρο), οι Ιταλοί χτύπησαν όλη αυτή τη μεθόριο. Πρώτα δέχτηκαν τις επισκέψεις των βομβών το 29ο φυλάκιο «Νικόλαος Μπέλλος» που βρισκόταν δυτικά του υψώματος της Χελώνας και η κορυφή Αλεβίτσα, όπου πέτυχαν το ξωκλήσι του Αγίου Αχχιλείου που το είχε χτίσει ο Γκίνης απ’ τη Καλή Βρύση. Κάμποσες μέρες μετά τη γενική αντεπίθεση και αφού ο στρατός μας είχε προωθηθεί στην Αλβανία, οι κάτοικοι των χωριών που είχαν μεταφερθεί στο Νεστόριο για προστασία, επανήλθαν. Στο διάστημα εκείνου του χειμώνα όλες οι επιχειρήσεις μεταφοράς φορτηγών ζώων (κυρίως μουλάρια), προσωπικού, πυρομαχικών και λοιπών απαραίτητων εφοδίων, για το μέτωπο της Κορυτσάς και πέραν αυτής, περνούσαν από εδώ και στρατωνίζονταν στα σπίτια μαζί με τους κατοίκους. Αυτά τα χρόνια ήταν τα τελευταία που οι ντόπιοι έβλεπαν τα σπίτια τους όπως τα είχαν φτιάξει οι παππούδες και οι πατεράδες τους. Μετά τη λήξη του πολέμου, ειδικά του εμφυλίου, το μεγαλύτερο ποσοστό είχαν φύγει μετανάστες ή είχαν μετακομίσει δια παντός σε μεγαλύτερες πόλεις. Τίποτα δεν θα θύμιζε πλέον αυτές τις πλούσιες κοινότητες, τον πληθυσμό που πρόκοψε και τον πολιτισμό που άνθισε, σε τούτα τα δυσπρόσιτα μέρη. 

Η γύρω περιοχή θαμπώνει με την ανεξάντλητη φυσική της ομορφιά. Οι μοναδικές εναλλαγές τοπίων και βλάστησης φτιάχνουν ένα πεδίο ιδανικό για πεζοπορία ενώ το ποτάμι προσφέρεται για πολλές δραστηριότητες. Το καλοκαίρι ειδικά, που είναι ανοιχτός κι’ ο ξενώνας του πολιτιστικού συλλόγου Γιαννοχωρίου,είναι η καλύτερη εποχή για επίσκεψη. Στο χωριό πάντα υπάρχει κόσμος και τόσο οι ντόπιοι όσο και οι περιηγούμενοι κατεβαίνουν στο ποτάμι και με το ψάρεμα περνούν κάποιες από τις ομορφότερες ώρες τους. Αυτό που έδωσε νέα ώθηση σε όλα τα Γραμμοχώρια ήταν κυρίως το επάγγελμα του υλοτόμου και η άνθηση όλο και περισσότερο του συνεταιριστικού πνεύματος. Οι άνθρωποι εδώ μάθαιναν από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων για δρόμους και μονοπάτια πριν καν τους περπατήσουν, αφού άλλοι, πριν απ’ αυτούς, με το όραμα μιας καλύτερης ζωής ωθήθηκαν σε μια μετακίνηση με διάρκεια πολλών γενεών. Πολλές φορές τα βήματά τους οδήγησαν στη μετοικεσία ή ακόμα χειρότερα, στη μετανάστευση, σε μια διαρκή αναζήτηση προκοπής και προόδου.

Αγωγιάτες από τα Τρίκαλα ερχόντουσαν εδώ πάνω με τ’ άλογα και τα μουλάρια τους πηγαίνοντας στα χωριά της περιοχής για να πάρουν όλους όσους είχαν κλείσει συμφωνίες για εργασία, μεταφέροντάς τους στα δάση όπου θα δούλευαν (βλ. παρακ. σημ. 24). Σε τοπικό επίπεδο, μαζί με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου, την κτηνοτροφία και τους μικρούς κλήρους που καλλιεργούσε με ζήλο κάθε οικογένεια, είχαν θεαματικά αποτελέσματα στην οικονομία, ξεχωριστά σε κάθε κοινότητα. Το κέρδος από τα διάφορα επαγγέλματα εξωτερικεύτηκε στα ίδια τα χωριά, με ωραίες πετρόχτιστες οικοδομές δύο και τριών ορόφων, προστέθηκαν χαγιάτια, στάβλοι, εξωτερικοί φούρνοι ενώ μετά τα σκληρά χρόνια του Μακεδονικού αγώνα, ήρθε η ανάσα της ελευθερίας που αγκάλιασε όλη τη Μακεδονία. Εκείνη την εποχή, άρχισαν να χτίζονται περισσότερες και πολυτελέστερες κατοικίες, όλο και μεγαλύτερα σχολεία.

Ειδικά για την εκπαίδευση το Γιαννοχώρι φαίνεται να έχει την πρωτοκαθεδρία στη μόρφωση ήδη από το 1868 που ανεγέρθη το πρώτο(35) διδακτήριο. Μέχρι τότε τα μαθήματα γινόντουσαν στην εκκλησία ή σε νοικιασμένα σπίτια, όπου δίδασκαν οι ιερείς. Το 1924 ιδρύθηκε από τον αείμνηστο Αναστάσιο Κυρ. Σιούκα ο «Προοδευτικός σύλλογος Γιαννοχωρίου», του οποίου σκοπός ήταν με δωρεές και προσωπική εργασία να ανεγερθή νέον διδακτήριον κατάλληλον δια την λειτουργίαν του προαχθέντος δημοτικού σχολείου εις Τριτάξιον. Το 1926 με έξοδα του δημοσίου χτίστηκε από μαστόρους της Καλής Βρύσης περικαλλές κτήριο και στην απογραφή της 15ης – 16ης Μαΐου 1928 έχει ενενήντα τέσσερις μαθητές και μονοτάξιο νηπιαγωγείο με είκοσι πέντε μαθητές(36), τους περισσότερους από κάθε άλλο χωριό στην περιοχή. Ο Αναστάσιος Κυρ. Σιούκας θήτευσε επί σειρά δεκαετιών δημοδιδάσκαλος ενώ το βιβλίο Σύντομος Ιστορία Γιαννοχωρίου – Μονοπύλου – Σλημνίτσης – Καλής Βρύσης – Λειβαδοτόπου που εξέδωσε το 1970 αποτελεί και σήμερα φάρο γνώσης που φωτίζει με λεπτομέρειες τη ζωή στα Γραμμοχώρια.

Στο Γιαννοχώρι ανεβαίνουν όλη την καλοκαιρινή περίοδο οι δεκαεπτά (’01) φιλόξενοι κάτοικοι, πολλοί μάλιστα χτίζουν σπίτια, επιθυμώντας να τους ακολουθήσουν κι’ άλλοι. Περίβλεπτος, ξεχωρίζει απ’ όπου κι’ αν έρθετε ο ναός της  Κοίμησης της Θεοτόκου θεμελιωμένος πάνω στην παλιότερη του Αγίου Νικολάου. Μάλιστα, επειδή πολλοί κάτοικοι τον είχαν προστάτη, βοήθησαν με ζήλο στην ανοικοδόμηση με προσωπική εργασία και πολλές δωρεές. Ολοπέτρινος εξωτερικά, εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα με τις διαστάσεις του και το διώροφο κωδωνοστάσιο φτιαγμένο την ίδια χρονιά, από τους ίδιους μαστόρους που ανήγειραν όμοιο στην Αγία Ματρώνα Μονόπυλου. 

Εκτός τον Δεκαπενταύγουστο και την 7η Ιανουαρίου, του Αγίου Ιωάννου του Πρόδρομου, γιόρταζαν και του Αγίου Νικολάου ‘’του καλοκαιρινού’’, όπως λένε ακόμα και σήμερα, με μεγάλα πανηγύρια που συμμετείχε όλο το χωριό, ενώ το απόγευμα στηνόταν, πάντα, μεγάλος χορός με οργανοπαίχτες στην πλατεία. Στο εσωτερικό, κρύβει στις σοβατισμένες κολώνες του, τα τεράστια ξύλινα δοκάρια που στηρίζουν την οροφή και με ένα είδος τσατμά, τις εσωτερικές καμάρες. Ένα ωραιότατο χρωματιστό τέμπλο, τα βημόθυρα, ο αρχιερατικός θρόνος, όλα ξυλόγλυπτα και λεπτοδουλεμένα συμπληρώνουν την εικόνα. Είναι σημαντικός, γιατί διασώζει το μοναδικό δείγμα ξύλινου διώροφου γυναικωνίτη στα Βαλκάνια, επιβεβαιώνοντας άμεσα το πολυπληθές της κοινότητας. Στον πρώτο όροφο εκκλησιαζόντουσαν οι γερόντισσες, ενώ στον δεύτερο οι νεώτερες ανύπαντρες κοπέλες. Εκεί, φυλάσσεται πέτρινη εγχάρακτη επιγραφή που αναφέρει 1903 | ΣΕΠΤΕ[Μ]ΒΡ[Ι]OY | 18, πιθανόν η ημερομηνία κτίσεως(37).

Ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής κ. Νικόλαος Μουτσόπουλος ήρθε εδώ αρκετές φορές επικεφαλής ομάδας φοιτητών καταδεικνύοντας το εξαίρετο της κατασκευής, ενώ κάποια χρονιά άφησε δύο φοιτητές του για να τον μελετήσουν. Το μόνο που γνωρίζουμε, αφού κανείς εκδότης δεν ενδιαφέρθηκε να εκδώσει τις Εκκλησίες της Καστοριάς, είναι ότι στο ναό, βρέθηκε από τον ίδιο ένα ελαιοδοχείο χάλκινο για να γεμίζουν τα καντήλια, με αφιέρωση «Βασίλη Στέφο αφιέροσεν του Αγίου Νικολάου 1769. Χωρίον Καλογέρ», με ευνόητο νόημα, που πιθανολογείται ότι έγινε σε μια από τις μετοικήσεις των κατοίκων λόγω της βαριάς φορολογίας που επέβαλε ο Αλή πασάς. Άλλη εκδοχή είναι η μετακίνηση των επαγγελματιών υλοτόμων για εργασία στα δάση της Καρδίτσας, των Τρικάλων, της Ευρυτανίας και αλλού. Πιθανά σε κάποιο ταξίδι τους να γύρισε μαζί τους ο «Βασίλη Στέφο» και να αφιέρωσε στο ναό το λαδικό. Σε ερωτήσεις που έγιναν για πιθανές μετακινήσεις στο χωριό Καλόγεροι που είναι στα Τρίκαλα, (Δήμος Αιθήκων), κανείς από τους παππούδες του χωριού δεν γνώριζε κάτι. 

Στην ευρύτερη απομονωμένη και δυσπρόσιτη περιοχή, απέναντι από το Γιαννοχώρι προς το Λιβαδοτόπι ή το Μονόπυλο υπερτερούν τα δάση και η πυκνή βλάστηση, ιδανικός χώρος που τον χαίρονται οι πεζοπόροι. Φανταστείτε αυτό το τοπίο με τις λευκές νιφάδες του χειμώνα που απλώνει για μήνες το κρύο πέπλο του, σκεπάζοντας τα πάντα. Τα χωριά είναι αρκετά ψηλά, και τα χιόνια σ’ αυτό το υψόμετρο κρατούν μέχρι το Μάιο. Όπως όλος ο Γράμμος έτσι και εδώ θεωρείται σημαντικός βιότοπος για τα πουλιά και τα αρπακτικά, όσο και για τα θηλαστικά σαν το λύκο, την αλεπού, την αγριόγατα και φυσικά την αρκούδα. Η μελέτη του Αρκτούρου έδειξε ότι υπάρχουν κατ’ ελάχιστον 15 – 20 άτομα. Μάλιστα, η εγκατάσταση αυτόματης φωτογράφησης κατέγραψε και ταυτοποίησε στην περιοχή «Τσάρνο» τρεις διαφορετικές αρκούδες με το αξιοσημείωτο συμβάν να φωτογραφηθούν κι’ τρεις την ίδια ημέρα!. Τα παραπάνω πληθυσμιακά δεδομένα δείχνουν ότι ο υποπληθυσμός της αρκούδας στην ευρύτερη περιοχή διατηρείται σε σταθερά επίπεδα(38) δείγμα της καθαρότητας των δασών και της πληθώρας τροφής. 

Περίπου επτά χλμ., απέχει το Λιβαδοτόπι (πριν το 1928 Όμοτσκον πριν το 1940 Λιβαδότοπος(39) στα 960 μ. υψ.) που αμέσως εντυπωσιάζει τον επισκέπτη περισσότερο από τα άλλα χωριά. Έχει σαρανταένα (’01) κατοίκους αρκετά καινούργια σπίτια και έναν όμορφο οργανωμένο ξενώνα πράγμα που πιθανά οφείλεται στην κοντινή απόσταση με το Νεστόριο (14 χλμ.) και την ευκολία μεταφοράς οικοδομικών υλικών. Από το παλιό χωριό δεν υπάρχει ούτε ίχνος. Γνωρίζουμε ότι ήταν μεγάλο και αποτελούσε συνοικισμό της κοινότητας Γιαννοχωρίου, σε σύγκριση δε με τ’ άλλα, είχε τους λιγότερους, 123 (1928),κατοίκους(40). Όπως σε όλη την περιοχή έτσι κι’ εδώ, η κτηνοτροφία, η γεωργία, και η υλοτομία ήταν τα κύρια επαγγέλματα. Επειδή ήταν τσιφλίκι των Μπέηδων της Φούσιας έδιναν κάθε χρόνο, τμήμα της γεωργικής τους παραγωγής πράγμα που σταμάτησε μετά την απελευθέρωση, το 1912. Τότε, διέθετε μονοτάξιο σχολείο με τριάντα μαθητές. Στο πιο ψηλό σημείο του, σε περίοπτη θέση και με πολύ ωραία θέα βρίσκεται η παλιότερη εκκλησία της περιοχής ο Άγιος Νικόλαος,χτισμένος σύμφωνα με τη παράδοση στη θέση ακόμα πιο παλιάς, αφιερωμένης στους Άγιους Ταξιάρχες. Η εγχάρακτη επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου μαρτυρεί την ημερομηνία κτίσεως, 1657

Αυτά τα ακριτικά χωριά ταλαιπωρήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους πολλές φορές στο πέρασμα των χρόνων, άλλες φορές από φυσικές καταστροφές κι’ άλλες λόγω των πολέμων του 19ου και 20ου αιώνα.  Όλες οι κοινότητες βοήθησαν με κάθε τρόπο και με όσες δυνάμεις είχαν για τον διωγμό των Τούρκων (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, 1897), για την ελευθερία της Μακεδονίας (Μακεδονικός Αγώνας, 1903 – 1908) παίζοντας σοβαρό ρόλο στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 – 1913), όπως έκαναν και με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου (1940 – 1941). Τότε, πολλοί κάτοικοι χρησιμοποιήθηκαν σαν οδηγοί, αφού, στις πρώτες επιχειρήσεις, στην κοντινή μεθοριακή γραμμή με την Αλβανία, χρειαζόντουσαν άνθρωποι που γνώριζαν καλά τα κατατόπια. 

Τις ‘’δάφνες’’ για την πιο τρομερή περίοδο έχει δρέψει σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, ο εμφύλιος. Αυτός ήταν που καταρράκωσε τα συναισθήματα των κατοίκων, την κατοίκηση και τα μνημεία τριών αιώνων. Μόνο αυτός, απ’ όσους πολέμους έγιναν στάθηκε πιο αδυσώπητος και περισσότερο καταστροφικός σε όλη την πολυτάραχη ιστορία των Γραμμοχωρίων του Άνω Αλιάκμονα, ξεριζώνοντας και οδηγώντας στην αδυσώπητη μετανάστευση(41). Όλα τα χωριά εκκενώθηκαν το 1947. Η αρχή έγινε από το Μονόπυλο στις 18 Ιουλίου και στη συνέχεια ήρθε η σειρά της Σλίμνιτσας που μαζί με το Γιαννοχώρι και πιθανά το Λιβαδοτόπι εκκενώθηκαν στις 27 Ιουλίου(42)

Μετά απ’ αυτόν, σε πολιτικό επίπεδο, αντί να δοθεί όλο το βάρος για να συμμαζευτούν τα αποκαΐδια της πατρίδας, όπως ήθελε ο ελληνικός λαός όλων των παρατάξεων, ήρθαν οι μαζικές διώξεις, οι φυλακίσεις, η εξορία και οι εκτελέσεις αντιφρονούντων. Οι νέες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις της μεταπολεμικής περιόδου, εξελίχθηκαν σε καθεστώς «περιορισμένης Δημοκρατίας» με θύμα αυτή τη φορά, τις περιουσίες όσων έφυγαν, που δεσμεύθηκαν(43) από το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, και τα πάντα ερήμωσαν. Οι γείτονες, όπως αναφέραμε πιο πάνω, εκμεταλλευόμενοι αυτά τα αποκρουστικά νομοθετήματα, συμμετείχαν στην εγκληματική και πλήρη καταστροφή των υπερήφανων κοινοτήτων και των οικοδομημάτων τους μέχρις τελικής αποψιλώσεως.

Ακόμα και το 1956 που επετράπη από την διοίκηση ο επαναπατρισμός, ελάχιστοι ήταν αυτοί που επέστρεψαν στα λεηλατημένα, ανύπαρκτα επί της ουσίας, σπίτια τους. Οι περισσότεροι από τότε, διαμένουν μόνιμα στην Καστοριά και το Άργος Ορεστικό. Η αρχιτεκτονική των κατεστραμμένων χωριών, έτσι όπως καταγράφεται από τις παλιές φωτογραφίες, από τα εναπομείναντα ερείπια αλλά και τις μαρτυρίες, λαλούν την κοινωνική και οικονομική ευημερία. Τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία που ήταν γεμάτα παιδιά, επίσης μαρτυρούν πνευματική ανάπτυξη. Μια εποχή τεσσάρων – πέντε ετών πως μπόρεσε να καλύψει τόσους αιώνες ιστορίας;. Στις μέρες μας, η φύση διεκδικεί ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο απ’ αυτήν και πολλά σκεπάζονται πλέον από τις συνεχείς επιθέσεις της, ενώ ο ερευνητής, πρέπει να κοπιάσει αρκετά για να βγάλει το παραμικρό στην επιφάνεια.

Όμως το σήμερα είναι εδώ, και οι δυνατότητες όπως και οι ιδέες ή οι χρηματοδοτήσεις υπάρχουν. Αδικαιολόγητα η περιοχή του Γράμμου έγινε ‘’γνωστή’’ μόνο από τον εμφύλιο. Αυτός, υπήρξε παντού και όλα τα πρώην κέντρα του έχουν γίνει ‘’επώνυμα’’ και διάσημα για την τουριστική τους ανάπτυξη. Όχι όμως και αυτός που πραγματικά το αξίζει. Ανάμεσα από τα τέσσερα χωριά που αναφερθήκαμε και το τεράστιο δάσος απέναντί τους, κυλάει για αιώνες ο ποταμός Αλιάκμονας, που όπως και ο Σαραντάπορος πηγάζει από το Γράμμο. Και οι δύο είναι συνεχούς ροής με αντίθετες κατευθύνσεις και πλουτίζουν με την παρουσία τους το υδρογραφικό δίκτυο όλων των περιοχών που διασχίζουν. 

Όσον αφορά τον Άνω Αλιάκμονα και το πεδίο που περιγράψαμε, αυτός είναι που βοηθά να αναπτυχθεί σπουδαίας οικολογικής σημασίας παρυδάτια βλάστηση και αντίστοιχη ορνιθοπανίδα. Είναι από τους μεγαλύτερους σε μήκος ποταμούς της χώρας (320 χλμ.), που διασχίζει τους νομούς Καστοριάς, Κοζάνης, Γρεβενών, Ημαθίας και εκβάλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Αυτό το τεράστιο φυσικό εργαστήριο, αναφέρεται για την αξία του σε διεθνείς,  ευρωπαϊκούς καταλόγους βιοτόπων – υγροτόπων, (ICBP – IWRB, CORINE Biotopes), ενώ είναι άριστο πεδίο για οικολογικές μελέτες και έρευνες. Θα πρέπει να του δοθεί μεγαλύτερη σημασία, αφού κοντά στις κοινότητες που περνά, είναι  εύκολο να δημιουργήσει σπουδαίους χώρους αναψυχής και γιατί όχι, εκτάσεις που να μπορεί ο επισκέπτης απερίσπαστος να κάνει κάποιες δραστηριότητες.

Η εποχή μας, βρίσκει τους νεώτερους ιδιοκτήτες γης μαζί με τους παλιότερους κατοίκους και τους απογόνους τους, να επιστρέφουν στους τόπους καταγωγής, επιδιώκοντας με ασίγαστο πάθος να οικοδομήσουν από την αρχή αυτές τις ξεχασμένες κοινότητες. 

Ίσως ο γειτονικός Αλιάκμων να μην έχει πια τόσους κήπους να ποτίζει, ίσως πάλι κάποιες νέες επενδύσεις τον κάνουν πρωτοσέλιδο σε αθλήματα ποταμού, σίγουρα όμως, στο πέρασμα των χρόνων οι νέοι, με ανάλογη περίσκεψη μπορούν να κάνουν την περιοχή να ανθίσει. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα όλοι θα μιλούν για την ανάσταση αυτών των χωριών, σε μια χωρίς όρια παρθένα περιοχή, ιδανική για κάθε είδους διακοπές, δίπλα από τα αξέχαστα τοπία του βόρειου Γράμμου.

Σημειώσεις:

(1) Αστέριου Ι. Κουκούδη, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη (2000) 390.

(2) Gustav Weigand, Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι), τ. Α’, έκδοση Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων - Αφοι Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη (2001) 331.

(3) Κουκούδη ο.π. 420.

(4) Μιχάλης Αλ. Ράπτης, Τα μαρτυρικά Γραμμοχώρια της Καστοριάς (Σλίμνιτσα, Μονόπυλο, Γιαννοχώρι, Λειβαδοτόπι, Καλή Βρύση), αυτοέκδοση, Αθήνα (1997) 234.

(5) Αχιλλέα Ι. Παπαϊωάννου, Η Καλή Βρύση στο πέρασμα των αιώνων, Αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη (1994) 50.

(6) Ελευθέριος Απ. Καρακίτσιος, «Ο Ιωάννης Βαζούρας από τη Σούρπη του Αλμυρού εθελοντής στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα 1914 - 1924», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 46, έκδοση: Κώστας Σπανός, Λάρισα (2004) 173, 174.

(7)Ράπτης ο.π. 66 – 67.

(8) [Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού],Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα (1946 – 1949. Το δεύτερον έτος του αντισυμμοριακού αγώνος, 1947, ΓΕΣ / ΔΙΣ Αθήνα (1980) 385, 421, 441. 

(9) Αχιλλέα Παπαϊωάννου, Γιώργης Γιαννούλης η θρυλική μορφή του Γράμμου το άγνωστο ημερολόγιό του, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα (1990) 153.  

(10) ΓΕΣ / ΔΙΣ ο.π. 213. 

(11) Δημήτρης Μπούσμπουρας (Συντονιστής – Υπευθ. Σύνταξης), «Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη περιοχής Γράμμου – Δ. Βοΐου», Αρκτούρος, ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπ. Γεωργίας, Ευρωπαϊκή Ένωση Γεν. Διευθ. ΧΙ, Θεσσαλονίκη (1999) § 2.2. σελ 2.

(12) Γιαννάτος Γ., Γ. Μερτζάνης και Δ. Μπούσμπουρας, «Στοιχεία για την κατανομή της Αρκούδας και την κατάσταση των πληθυσμών και των βιοτόπων στην Κεντρική και Νότιο Αλβανία», Πρόγραμμα ΑΡΚΤΟΣ [Αρκτούρος, WWF - Ελλάς, ΕΕΠΦ, Υπ. Γεωργίας, Ε.Ε. (DG XI)], Θεσσαλονίκη (1995) 14, παράρτημα, χάρτης.

(13) Παντελή Τσαμίση, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήνα (1946) 232.

(14) Τσαμίση ο.π. 237.

(15) Ο Νικόλαος Μπέλλος οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα κατάγεται από το Τρίλοφο (Σλίμνιτσα). Μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Γιαννοχώρι, γιαυτό συνήθιζε να λέει ότι κατάγεται από εκεί. Αναστάσιος Κυρ. Σιούκας, Σύντομος Ιστορία Γιαννοχωρίου – Μονοπύλου – Σλημνίτσης – Καλής Βρύσης – Λειβαδοτόπου, αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη χ.χ. [1970] 116.

(16) Σε επιτόπια επίσκεψη που έγινε στις 21 Μαΐου 2005 ήταν κλειστό, ενώ, άλλες χρονιές, οι φαντάροι ήταν εκεί τέτοια εποχή. 

(17) Απόστολος Βακαλόπουλος,«Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας», Ε.Ε.Μ.Σ. – ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου Νο 22, Θεσσαλονίκη (1958) 434.

(18) Πελκάτη: Τσαμίσης ο.π. 237. Πελκάτι:Σιούκας ο.π. 104. Πυλκάτη:αναφέρεται στο αδημοσίευτο χειρόγραφο ημερολόγιο [σελ 8], του παπά Ηλία Κωνσταντίνου Τούλιου (Κιουτέζα 1918 – Ξινό Νερό 20 Ιουλίου 1947), του Γρηγορίου, που μου έστειλε ο Αλέξανδρος Τούλιος και τον ευχαριστώ. Από το ίδιο χειρόγραφο μαθαίνουμε ότι μετονομάστηκε σε Μονόπυλο γιατί είχε μια και μοναδική είσοδο, μια ‘’πύλη’’, πράγμα που ακόμα και σήμερα επιβεβαιώνουν οι γεροντότεροι κάτοικοι του χωριού.

(19) Ράπτης ο.π. 60.

(20) Τσαμίσης ο.π. 237, 243.

(21) Την πληροφορία ότι το καμπαναριό χτίστηκε το 1903 μου μετέδωσε ο Βασίλης Τούλιος σε επιτόπια επίσκεψη στις 3 Σεπτεμβρίου 2005. Τότε με άφησε να φωτογραφήσω τις περίφημες και μοναδικές απεικονίσεις του χωριού, όπως ήταν τη δεκαετία του 1930.

(22) Σιούκας ο.π. 104. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μια αρχοντοπούλα από τη Ρόδο που πριν από επτακόσια και παραπάνω χρόνια (το 1306 βρισκόταν ήδη στη Χίο) εγκατέλειψε κρυφά την πατρική της γη, εγκαταστάθηκε στη Χίο όπου έγινε μοναχή, ενώ, με τμήμα της πατρικής κληρονομιάς, οικοδόμησε ναό. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου της κ. Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, «Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές» στο: www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/keimena/iliadi/8/women.htm Στη Μονή Διονυσίου, στην δυτική πλευρά του Αγίου Όρους φυλάσσεται σε περίτεχνη αργυρή θήκη η δεξιά χείρα της Αγίας. Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, Άγιον Όρος, εκδόσεις explorer, Αθήνα (2003) 109.

(23) Την πληροφορία για μετακινήσεις μαστόρων στο Άγιο Όρος μου μετέδωσε τηλεφωνικά ο Βασίλης Τούλιος (3 Απριλίου 2006), πράγμα που μου επιβεβαίωσε την ίδια ημέρα, ο Αλέξανδρος Τούλιος ο οποίος επιπροσθέτως φυλάσσει ξύλινο, κούφιο σταυρό του παππού του, παπα - Αλέξανδρου Τούλιου, που τον έφερε από το Άγιο Όρος. Μέσα στην κοιλότητα του σταυρού υπάρχει σημείωμα που όμως δεν διαβάζεται. Στο πρόδρομο δημοσίευμα – ανακοίνωση: «Ο απογραφικός κατάλογος 1885 του Αγίου Όρους και οι τεχνίτες του, κυρίως οικοδόμοι» παρ’ ότι πληθώρα μαστόρων δηλώνουν τόπο προέλευσης την Κολώνια (Κολωνιάτες) δεν γίνεται μνεία σε μαστόρους από το Πελκάτη ή Πελκάτι. Ίσως, όταν δημοσιευθεί ολόκληρος, να υπάρξει κάποια πληροφορία. Βλ. Βασίλης Γ. Παπαγεωργίου – Αργύρης Π. Π. Πετρονώτης, περιοδική πολιτιστική έκδοση εκ Χιονιάδων, έκδοση Πολιτιστικού Συλ. Χιονιαδιτών – Αδελφότητα Χιονιαδιτών «Ο Αγ. Αθανάσιος», τ.8, Καλοκαίρι (2005) 13 – 27. Η άλλη πληροφορία που μου μετέδωσε ο Βασίλης Τούλιος αφορά την διάρρηξη από περαστικούς Αλβανούς του ‘’ξενοδοχείου’’, όπου, μεταξύ άλλων, πήραν τις φωτογραφίες, που είχα αντιγράψει ευτυχώς λίγες μέρες πρίν, μαζί με τις κορνίζες.

(24) Σιούκα ο.π. 101 – 102.

(25) Την πληροφορία μου μετέδωσε τηλεφωνικά ο γιος του, Αλέξανδρος Τούλιος 2 Φεβρουαρίου 2006.

(26) ΓΕΣ / ΔΙΣ ο.π. 23.

(27)  Νίκος Τερζόγλου (Πύραυλος), Η στρατιωτική εκπαίδευση στελεχών στο ΔΣΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, Αθήνα (2003) 116 – 119. Πρβλ. Γιώργου Μαργαρίτη, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, τ. Β’ εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα (2002) 84 – 88, Παπαϊωάννου ο.π. Γιαννούλης (1990) 150, του ιδίου: Ο αληθινός Γράμμος, εκδόσεις Μπίμπη, Αθήνα χ.χ. 153 - 159.  

(28) Παπαϊωάννου ο.π. (1990) 151.του ιδίου, υπό έκδοση:Σκοτίδας – Γιαννούλης – Γεωργιάδης, οι δολοφονημένοι καπεταναίοι του Γράμμου, εκδόσεις Μπίμπη, Θεσσαλονίκη.

(29) Μια διαδρομή που σε συνδυασμό με το Νεστόριο θα παρουσιάσουμε σε επόμενο τόμο.

(30 )Ράπτη ο.π. 161.

(31) Γιαννοβαίνη: Τσαμίση ο.π. 231. Ράπτη ο.π. 9. Γιαννοβένη:αναφέρεται στο ίδιο χειρόγραφο [σελ 8] του ημερολογίου, (βλ. σημ. 18).

(32) Απόσπασμα από τα περιοδικό ‘’Εικονογραφημένη’’, τεύχος Ιανουαρίου 1913, όπου σημειώνεται η στήριξη του τότε Υπουργού Ναυτικών Ν. Στράτου προς το ζωγράφο Β. Χατζή προκειμένου να αποθανατίσει τη νικηφόρα ναυμαχία της Έλλης, στο: Λεύκωμα, Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο ναυτικός Αγώνας, Ιωάννη Παλούμπη (κειμ.), έκδοση Ναυτικού μουσείου Ελλάδας, Πειραιάς (2005) 61. Βλ. και Σιούκα ο.π. 14 – 15.

 (33)  Αναμνηστικό Λεύκωμα, Ο Εφημεριακός Κλήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα (1931) 32. Ο παπα Χρήστος υπήρξε επί σειρά ετών εκτός από ιερέας και δάσκαλος στο Γιαννοχώρι. Άλλοι συγγραφείς τον αναφέρουν Τσαλδήκα (Τσαμίσης ο.π. 240), και Τσαλδίκα (Ράπτης ο.π. 65). Το σωστό πρέπει να είναι Τσιαλντίκας γιατί όσοι ιερείς περιλαμβάνονται στο «Λεύκωμα» έστειλαν οι ίδιοι το βιογραφικό και τη φωτογραφία τους.

(34) Ράπτη ο.π. 60.

(35) Σιούκα ο.π. 37.

(36) Τσαμίση ο.π. 245, 246.

(37) Ο Αναστάσιος Σιούκας ο.π. 10, αναφέρει σαν έτος κτίσεως το 1904, όμως η μαρτυρία για το καμπαναριό (βλ. σημ. 21) αναφέρει 1903. Μπορεί ο Σιούκας να έχει δίκιο όπως πιθανό είναι η πινακίδα να προέρχεται από άλλο κτήριο.

(38) Μπούσμπουρας ο.π. (1999) § 4.7.2.2.

(39) Το συναντάμε με πολλές διαφορετικές γραφές. Λειβαδοτόπι και Λειβαδιά στον Ράπτη ο.π. 43, Λιβαδότοπον και Λιβαδίτση το αναφέρει ο Τσαμίσης ο.π. 231 και 234 αντίστοιχα, Λειβαδότοπος το γράφει ο Σιούκας ο.π. 130, τελικά επικράτησε η γραφή Λιβαδοτόπι.

(40) Τσαμίσης ο.π. 234.

(41) Εξαιρετική έκδοση (Θεσσαλονίκη 2005) που αποδίδει στο αναγνωστικό κοινό σημαντικό υλικό από επιστημονικές συναντήσεις και συνέδρια με θέμα την προσφυγιά και τους πολιτικούς πρόσφυγες της περιόδου του ελληνικού εμφυλίου αποτελεί το βιβλίο:  «Το όπλο παρά πόδα» των Ε. Βουτηρά, Β Δαλκαβούκη, Ν. Μαραντζίδη, Μ. Μποντίλα (επιμ.) από τις εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Επίσης διαβάστε το σπουδαίο: Άλλος δρόμος δεν υπήρχε του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 2002.

(42) Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία (7 Απριλίου 2006) του γραμματέα του συλλόγου Βασίλη Μπέλλου 27 Ιουλίου 1947 εκκενώθηκε η Σλίμνιτσα. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία απο επιτόπια επίσκεψη (3 Σεπτεμβρίου 2005) του προέδρου του συλλόγου Βασίλη Τούλιου 18 Ιουλίου 1947 εκκενώθηκε το Μονόπυλο. 27 Ιουλίου 1947 εκκενώθηκε το Γιαννοχώρι. Σιούκας ο.π. 57. Ο ίδιος, (Σιούκας ο.π. 133) γράφει ότι το Λιβαδοτόπι εκκενώθηκε το 1948.

 (43) Θ’ ψήφισμα (24.8.1946) «περί εξυγιάνσεων των δημοσίων υπηρεσιών» που αφορούσε διώξεις εκπαιδευτικών και όσων υπηρετούσαν σε θέσεις του Δημοσίου. Για την απαλλοτρίωση και κατάληψη περιουσιών ψηφίστηκαν ειδικοί νόμοι, Ν. Δ. 2536/1953 «Περί εποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών» και Ν. Δ. 2781/1954 «Περί αναγνωρίσεως και καταλήψεως περιερχομένων εις το δημόσιον αγροτικών ακινήτων». Πολλά παραμένουν ακόμα δεσμευμένα, και άλλα έχουν αποδοθεί στους παλιούς ιδιοκτήτες. Προσθήκη 13/4/07: Δες σελ 96 του βιβλίου Γλυκονέρι. παλιούς ιδιοκτήτες με απόφαση του Νομάρχη Καστοριάς ΚΗ/2427 της 12ης Απριλίου 1988 «Απόδοση καταληφθέντων αγροτικών ακινήτων».

ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

ΔΙΠΟΤΑΜΙΑ – ΜΟΝΟΠΥΛΟ

Μηδενίστε στη Διποταμία. 00,00

3,28 χλμ. Καλή Βρύση. Μηδενίστε στην έξοδο του χωριού (Αγ. Δημήτριος). 

1,70 χλμ. αριστερά στάνη, δεξιά Μονόπυλο.

3,20 χλμ. αριστερά δασικός προς Αλεβίτσα και Γιαννοχώρι (προσοχή στην κλίση του ‘’δρόμου’’), δεξιά Μονόπυλο.

10,26 Μονόπυλο και δστ. δεξιά Σλίμνιτσα – Γράμμος, αριστερά Γιαννοχώρι – Λιβαδοτόπι. 

ΜΟΝΟΠΥΛΟ – ΤΡΙΛΟΦΟ – ΓΡΑΜΜΟΣΤΑ

00,00 Μηδενίστε στην δστ. Μονόπυλου.

3,40 Σλίμνιτσα

4,44 δεξιά δασικός, αριστερά Γράμμος,

8,2 αριστερά ποτάμι, δεξιά Γράμμος,

8,6 δεξιά Ξύλευση και πλάτωμα, αριστερά Γράμμος,

9,5 δεξιά ξύλευση Φούσια – Γράμμος, αριστερά Γράμμος (για αρχή να πάτε από τον κεντρικό δηλ. αριστερά, στην επιστροφή πιάστε αυτό το δρόμο όπως περιγράφουμε στο άρθρο),

13,06 δεξιά Γράμμος, ευθεία Άγιος Ζαχαρίας,

15,65 αριστερά παλιός δρόμος για Γράμμο, δεξιά νέος δρόμος για Γράμμο (για αρχή να πάτε από τον κεντρικό δηλ.  δεξιά, αλλά και ο παλιός δρόμος είναι βατός ακόμα και από 4Χ4, πιο στενός και όλο πρασινάδες),

  • Στάνες ‘’Βολιώτικα Καλύβια’’,

18,7 δεξιά Φούσια – Σλίμνιτσα, ευθεία Γράμμοστα,

20,00 Γράμμοστα,

20,19 Καφενείο.

ΤΡΙΛΟΦΟ – ΜΟΝΟΠΥΛΟ – ΓΙΑΝΝΟΧΩΡΙ – ΛΙΒΑΔΟΤΟΠΙ – ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ (προς Πεύκο ή Νεστόριο)

Από τη δστ., του κεντρικού δρόμου που οδηγεί στο ΓΡΑΜΜΟ και το ομώνυμο χωριό, το Τρίλοφο απέχει 9,6 χλμ.

00,00 Μηδενισμός στο Τρίλοφο.

3,00 χλμ. δστ. αριστερά Μονόπυλο (100μ. και πάλι αριστερά) πρώτη έξοδος προς Δήμο Ακριτών: Καλή Βρύση 9,8 χλμ. και Διποταμία 13,08 (3,28 από Καλή Βρύση), ευθεία Γιαννοχώρι, 

5,1 χλμ. Γιαννοχώρι,

11,8 χλμ. Λιβαδοτόπι,

17,6 χλμ. Άσφαλτος (5,8 χλμ. από Λιβαδοτόπι), δστ. δεύτερη έξοδος προς Δήμο Νεστορίου: δεξιά Πεύκος (6,2 χλμ.), ευθεία Νεστόριο (8,7 χλμ.).  

ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΑΝΣΗ ΟΔΙΚΗ και ΜΟΝΟΠΑΤΙΩΝ:

Στην Φούσια υπάρχει σήμανση για το Μονοπάτι Κ: ΦΟΥΣΙΑ - ΜΟΝΟΠΥΛΟ, υψόμετρο 1200 – 1080 - Μήκος [διαδρομής] 5.840. Στην δστ. Μονόπυλου υπάρχει πινακίδα για το Μονοπάτι Κ: ΜΟΝΟΠΥΛΟ – ΦΟΥΣΙΑ, υψόμετρο 1080 – 1200 - Μήκος [διαδρομής] 5.840. 

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ιδέα & υλοποίηση μορφής: Άγγελος Σινάνης

Αυτόματος Αριθμός Κλήσης: 24670

ΔΙΑΜΟΝΗ: Η κοινότητα Γράμμου διαθέτει ξενώνα 61180. Τα πιο κοντινά, ανοιχτά όλο το χρόνο, είναι στο Πευκόφυτο, Γεράσης Κωσταντίνος 81585 και στο Νεστόριο ο ‘’Αλέξανδρος’’ Μιχάλης Νταούτης 31114 www.hostel-alexandros.gr , ‘’Αχχίλειον’’ 31120, ‘’Βατύνα’’ 31118, ‘’Αναστασία’’ 31101. Τους καλοκαιρινούς μήνες κατόπιν συνεννόησης λειτουργεί  ο ξενώνας Τρίλοφου, Βασίλης Μπέλλος μέλος πολιτιστικού συλλόγου 82411, 6978641877 το ‘’Ξενοδοχείο’’ Μονόπυλου, Τούλιος Βασίλης πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου 71824, ο ξενώνας πολιτιστικού συλλόγου Γιαννοχωρίου που λειτουργεί στα πρότυπα ορειβατικού καταφυγίου 82395 Νίκος (Βασιλική η γυναίκα του) Χαλκιάς 2467028715 και ο κοινοτικός ξενώνας Λιβαδοτοπίου, Πέτρος Κοράνης πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου 2467082444.

ΚΑΜΠΙΝΓΚ: Ο απόλυτος και ανεξάντλητος παράδεισος για τους λάτρεις της φύσης. Στην κεντρική δστ. προς Λιανοτόπι στο χώρο της παλιάς σκοπιάς, στο χώρο του Βετέρνικου και στο χωριό Γράμμος. Και στις τρεις περιπτώσεις έχει κρήνη με νερό. Στη Φούσια χωρίς νερό, και στην Αγία Ματρώνα του Μονόπυλου στην ‘’διμοιρία’’. Σε κάθε περίπτωση να έχετε μαζί σας παγούρι γεμάτο και προσέξτε μην αφήσετε σκουπίδια.

ΦΑΓΗΤΟ: Να έχετε μαζί σας προμήθειες. Αν όχι, ψωνίστε στο Επταχώρι ή το Νεστόριο. Στην κοινότητα Γράμμου υπάρχει ο μισθωτής του ξενώνα και του καφενείου (Ηλίας Κλουσιάδης προς το παρόν), που σερβίρει ψητά της ώρας, 61180.

ΑΧΡΕΙΑΣΤΑ: Κοινότητα Γράμμου:42361, Δήμος Νεστορίου 31204, 31027 – 8, Αστυνομία Νεστόριου 31218, 31205, Α’ Βοήθειες Νεστόριου 31216. Συνεργείο – Βουλκανιζατέρ: Μόνο στην Καστοριά Ζουρνατζής Νίκος Λεωφόρος Κύκνων 14, www.moto-action.gr 86979, 6977705092.

ΧΡΗΣΙΜΑ:  Πολιτιστικός σύλλογος Γραμμουστιανών ‘’η Γράμμουστα’’, Ανδρομάχη Πισιώτη  41535, 6944864532. Διεύθυνση δασών Καστοριάς 26666, 22881, 22995.  

ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΑ: Προσοχή στις βενζίνες. Αν έχετε μικρό ντεπόζιτο πάρτε ένα τετράλιτρο από το Επταχώρι 84064 (BP)  ή από το Νεστόριο. Κόνιτσα όλες οι εταιρείες,

ΧΑΡΤΕΣ: Χάρτης σεκλίμακα 1: 50.000, με τοπογραφικό υπόβαθρο της Γ.Υ.Σ., φύλλο Γράμμος – Κάμενικ, περιοδικό Κορφές, τ.156, Ιουλ – Αυγ. 2002, Χάρτης σεκλίμακα 1: 50.000, με τοπογραφικό υπόβαθρο της Γ.Υ.Σ., φύλλο Γράμμος – Επάνω Αρένες – Κάτω Αρένες, περιοδικό Κορφές, τ.157, Σεπτ – Οκτ. 2002, Χάρτης σεκλίμακα 1: 50.000, με τοπογραφικό υπόβαθρο της Γ.Υ.Σ., φύλλο Γράμμος – Περήφανο, περιοδικό Κορφές, τ.158, Νοε – Δεκ. 2002.

Ο Ε.Ο.Τ. έχει βγάλει, (με την συνεργασία του Ε.Ο.Σ. Αχαρνών), 12 χάρτες για την οροσειρά της Πίνδου. Μεταξύ αυτών, είναι δύο που ενδιαφέρουν, ο Σμόλικας και ο Γράμμος σε κλίμακα 1:50.000. Αν δεν βρείτε εκεί (στον Ε.Ο.Τ. ή στον Ε.Ο.Σ. Αχαρνών) η μόνη λύση είναι η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Πεδίον Άρεως 2108842811. Αγοράστε 2 φύλλα 1:250.000 (1:50.000 δεν δίνουν εκτός και αν ζητηθούν από δημόσια υπηρεσία), Κοζάνη, Ιωάννινα. 

ΛΕΣΧΕΣ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΣ: Μ.Ο.Κ. (Μοτοσυκλετιστικός Όμιλος Καστοριάς) Τάνια Ρήμου, Περιοχή Χλόη, τηλ 2467026431, 6938045052. Πληροφορίες για το ταξίδι σας, όλο το χρόνο, βρίσκετε στους ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ - Σύλλογος Μοτοσικλετιστών, Ελάτη Τρικάλων τηλ Fax 2434071826.

Περισσότερες πληροφορίες για τα δύο άρθρα του ΓΡΑΜΜΟΥ (5ο και 6ο) αντλήστε από την ενδεικτική Βιβλιογραφία – Αρθρογραφία:

 Α’        Αυτοτελή Βιβλία – Εργασίες

  • Αναμνηστικό Λεύκωμα, Ο Εφημεριακός Κλήρος της Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1931.
  • Π α ν τ ε λ ή  Τ σ α μ ί σ η, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήνα 1949.
  • Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ  Ν.  Σ ά θ α, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453 – 1821, έκδοση Κ. Καμαρινόπουλος – Θ. Γυφτάκης, Αθήνα 21962.
  • Ι ω α κ ε ί μ   Μ α ρ τ ι ν ι α ν ο ύ, Η Μοσχόπολις 1330 – 1930, Στ. Κυριακίδου (επιμ.) Θεσσαλονίκη 1965.
  • Α ν α σ τ ά σ ι ο ς  Κυρ. Σ ι ο ύ κ α ς, Σύντομος Ιστορία Γιαννοχωρίου – Μονοπύλου – Σλημνίτσης – Καλής Βρύσης – Λειβαδοτόπου, αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη χ.χ. [1970].
  • [Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού],Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα (1946 – 1949. Το δεύτερον έτος του αντισυμμοριακού αγώνος, 1947, ΓΕΣ / ΔΙΣ Αθήνα 1980. 
  • Θ ε ό δ ω ρ ο υ  Α.  Ν η μ ά, Τραγούδια Θεσσαλίας, τ. Α’, εκδόσεις Αφοι Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 21983.
  • Π α ν α γ ι ώ τ ο υ  Α ρ α β α ν τ ι ν ο ύ, Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία, (Εισαγ. Κ.Θ. Δημαρά) εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, τ. Α’ Γιάννινα 21984.
  • Φ ο ί β ο ς  Ι.  Π ι ο μ π ί ν ο ς, Έλληνες Αγιογράφοι μέχρι το 1821, έκδοση Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1984.
  • Alan  J. B.  W a c e – Maurice S. Thompson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων, Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου, Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων - Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989.
  • Α χ ι λ λ έ α  Π α π α ϊ ω ά ν ν ο υ, Γιώργης Γιαννούλης η θρυλική μορφή του Γράμμου το άγνωστο ημερολόγιό του, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1990.  
  • Α ν α σ τ α σ ί α  Γ.  Τ ο ύ ρ τ α, Οι ναοί του Αγίου Νικολάου στη Βίτσα και του Αγίου Μηνά στο Μονοδέντρι, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου αρ. 44, Έκδοση ΤΑΠΑ, Αθήνα 1991. 
  • Δ η μ η τ ρ ί ο υ  Γ.  Κ α λ ο ύ σ ι ο υ, «Μετσοβίτες ξυλογλύπτες στο Νομό Τρικάλων (18ος – 19ος και 20ος αι.», ανάτυπο από: Πρακτικά Α’ Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 28 – 30 Ιουνίου 1991, Τριαντ. Δημ. Παπαζήση (επιμ.),Αθήνα 1993.
  • Α χ ι λ λ έ α  Ι.  Π α π α ϊ ω ά ν ν ο υ, Η Καλή Βρύση στο πέρασμα των αιώνων, Αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 1994.
  • Θ ε ό δ ω ρ ο υ  Α.  Ν η μ ά, Η εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Διδακτορική Διατριβή, εκδόσεις Αφοι Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 1995.
  • Κ ο ύ λ α  Ξ η ρ α δ ά κ η, Γυναίκες του ’21, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1995.
  • Χ ρ ή σ τ ο υ  Π α τ ρ ι ν έ λ η  - Σ ω τ ή ρ η  Κ ί σ σ α κ.ά, Μακεδονία, Οδηγός, (εκδ. ΠΤΙ. ΕΤΒΑ και ΕΟΤ), Αθήνα 1997.
  • Μ ι χ ά λ η  Αλ. Ρ ά π τ η, Τα μαρτυρικά Γραμμοχώρια της Καστοριάς (Σλίμνιτσα, Μονόπυλο, Γιαννοχώρι, Λειβαδοτόπι, Καλή Βρύση), αυτοέκδοση, Αθήνα 1997.
  • Γ ε ω ρ γ ί α  Κ α ρ α μ ή τ ρ ο υ – Μ ε ν τ ε σ ί δ η, Βόιον – Νότια Ορεστίς, Αρχαιολογική Έρευνα και Ιστορική Τοπογραφία, Θεσσαλονίκη 1999.
  • Α σ τ έ ρ ι ο υ  Ι.  Κ ο υ κ ο ύ δ η, Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.
  • Ν ι κ ο λ ά ο υ  Ι. Μ έ ρ τ ζ ο υ, Αρμάνοι – Οι Βλάχοι, εκδόσεις Ρέκος, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Β α σ ί λ η  Γ.  Ν ι τ σ ι ά κ ο υ, Αετομηλίτσα – Λαογραφικά, Έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Αετομηλίτσας, Γιάννινα 22003.
  • Γ ε ω ρ γ ί ο υ  Π.  Τ σ ό τ σ ο υ, Η γεωγραφική διασπορά στοιχείων της Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής της Αχρίδας, ανάτυπο από: ΛΓ’ τόμο των «Μακεδονικών» Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003.
  • Μ ά ρ κ ο υ  Α.  Γ κ ι ό λ ι α, Παραδοσιακό Δίκαιο και Οικονομία του Τσελιγκάτου, εκδόσεις Πορεία 2004.
  • Χαράλαμπου Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Εκδόσεις Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών 11953, Επανέκδοση του Συλλόγου Ασημοχωριτών Αθηνών «Η Πρόοδος», 22005.
  • Χαρητάκη Ι. Παπαιωάννου, Αγριόγιδο στα όρια της επιβίωσης, Αυτοέκδοση, Ιωάννινα 22005.
  • Λεύκωμα, Βαλκανικοί Πόλεμοι – Ο ναυτικός Αγώνας, Ιωάννη Παλούμπη (κειμ.), έκδοση Ναυτικού μουσείου Ελλάδας, Πειραιάς 2005.
  • Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο υ  Κ ο ύ ρ κ ο υ λ α, Λεύκωμα Διδασκάλων του Γένους, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1971.
  • G u s t a v   W e i g a n d, Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι), τ. Α’, έκδοση Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων - Αφοι Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 2001.
  • Γ ι ώ ρ γ ο υ  Μ α ρ γ α ρ ί τ η, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949, τ. Β’ εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002.
  • Ν ί κ ο ς  Τ ε ρ ζ ό γ λ ο υ (Πύραυλος), Η στρατιωτική εκπαίδευση στελεχών στο ΔΣΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2003.
  • Αμαλία Κ. Ηλιάδη, «Διηγήσεις και βίοι Αγίων Γυναικών της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Βυζαντινής Περιόδου ως ιστορικές πηγές» στο: www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika/keimena/iliadi/8/women.htm
  • Αχιλλέα Ι. Παπαϊωάννου, Ο αληθινός Γράμμος, εκδόσεις Μπίμπη, Αθήνα χ.χ.  

Β’         Αφιερώματα περιοδικών

  • Στίλπωνα Π. Κυριακίδη, «Άσματα Λεχόβου – Άργους Ορεστικού», Σύγγραμμα περιοδικόν Μακεδονικά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τ. 3 Θεσσαλονίκη 1953 – ‘55.
  • Αντωνίου Δ.Κεραμόπουλλου, «Αρχιερατική επιστολή και αι προς Σέρβους Σχέσεις της Ελληνικής Εκκλησίας», Σύγγραμμα περιοδικόν Μακεδονικά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τ. 3 Θεσσαλονίκη 1953 – ’55.
  • Απόστολος Βακαλόπουλος,«Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας», Ε.Ε.Μ.Σ. – ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου Νο 22, Θεσσαλονίκη 1958 (το πρόσθεσα 17/2/07), του ιδίου, ομότιτλο, στο  περιοδικό Αριστοτέλης τ.10 Φλώρινα 2000000000000000; Θα βάλω ημερομηνία μόλις το παραλάβω
  • Μιχαήλ Αθ. Καλινδέρη, «Ο Βαρώνος Κωνσταντίνος Βέλιος 1772 – 1838, η ζωή και η υπέρ του Έθνους προσφορά του», Δημοσιεύματα τ.40, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1973. 
  • Χρυσάνθη Μαυροπούλου – Τσιούμη, «Ένας σημαντικός Αγιογράφος του 16ου αιώνα από το Λινοτόπι», Πρακτικά Γ’ Συνεδρίου Ιστορίας Λαογραφίας – Γλωσσολογίας Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής Δυτικομακεδονικού χώρου, Θεσσαλονίκη 3 – 5 Απριλίου 1982, έκδοση Βοιακή Εστία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη χ.χ.
  • Γιώργου Χ. Χιονίδη, «Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη (Παναγιώτη) Ναούμ», Σύγγραμμα περιοδικόν Μακεδονικά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τ. 24 Θεσσαλονίκη 1984. 
  • Μίλτου Γαρίδη, «Ο Μητροπολίτης Παΐσιος και η Βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημα», Τα Ιστορικά 3, Αθήνα 1985.
  • Γιαννάτος Γ., Γ. Μερτζάνης και Δ. Μπούσμπουρας, «Στοιχεία για την κατανομή της Αρκούδας και την κατάσταση των πληθυσμών και των βιοτόπων στην Κεντρική και Νότιο Αλβανία», Πρόγραμμα ΑΡΚΤΟΣ [Αρκτούρος, WWF - Ελλάς, ΕΕΠΦ, Υπ. Γεωργίας, Ε.Ε. (DG XI)], Θεσσαλονίκη 1995.
  • Δημήτρη Μπούσμπουρα, (Συντονιστής – Υπευθ. Σύνταξης), «Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη περιοχής Γράμμου – Δ. Βοΐου», Αρκτούρος, ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπ. Γεωργίας, Ευρωπαϊκή Ένωση Γεν. Διευθ. ΧΙ, Θεσσαλονίκη 1999.  
  • Δημήτρη Μπούσμπουρα, «Γράμμος – φυσικό περιβάλλον», περιοδική πολιτιστική έκδοση εκ Χιονιάδων, έκδοση Πολιτιστικού Συλ. Χιονιαδιτών – Αδελφότητα Χιονιαδιτών «Ο Αγ. Αθανάσιος», τ.3, Άνοιξη 2000.  
  • Νικόλαος Δ.Σιώκης, «Η βλάχικη γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησής της από τους βλάχους αποδήμους (τέλη 18ου – τέλη 19ου αιώνα)», στο περ. Ελιμειακά,, έτος εικοστό πρώτο, τ. 49, έκδοση συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002.
  • Ελευθέριος Απ.Καρακίτσιος, «Ο Ιωάννης Βαζούρας από τη Σούρπη του Αλμυρού εθελοντής στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα 1914 - 1924», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 46, έκδοση: Κώστας Σπανός, Λάρισα 2004.
  • Βασίλης Γ. Παπαγεωργίου – Αργύρης Π.Π. Πετρονώτης, «Ο απογραφικός κατάλογος 1885 του Αγίου Όρους και οι τεχνίτες του, κυρίως οικοδόμοι», περιοδική πολιτιστική έκδοση εκ Χιονιάδων, έκδοση Πολιτιστικού Συλ. Χιονιαδιτών – Αδελφότητα Χιονιαδιτών «Ο Αγ. Αθανάσιος», τ.8, Καλοκαίρι 2005.
Saturday the 30th. . Joomla 3.0 templates. All rights reserved.