ΔΗΜΟΣ ΑΓΡΑΦΩΝ
Κείμενο - Διαφάνειες: Άγγελος Σινάνης e – mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
© Σεπτέμβριος 2008
Λαογραφικά
Οι δεκάδες συνοικισμοί περιφερειακά των χωριών, τα σπίτια που τους απαρτίζουν και που εκτείνονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, χτίστηκαν έτσι μακριά το ένα από το άλλο, πρωτίστως για αμυντικούς λόγους, αποφεύγοντας έτσι την ολοκληρωτική καταστροφή από τυχόν επιδρομές. Άλλος παράγοντας είναι ο ζωτικός χώρος που χρειαζόταν η πολυμελής οικογένεια για την ανάπτυξη των μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων και της ανάλογης των κοπαδιών, έκτασης για βόσκηση και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας που, κυρίως αυτή, αύξανε το μικρό εισόδημα. Όπου υπήρχε το παραμικρό κομμάτι χώματος εκεί έχτιζαν το σπίτι τους και εκεί ζούσαν καλλιεργώντας τη γη, βόσκοντας τα οικόσιτα πολλές φορές κοπάδια τους, με τη μέθοδο της Γιδοβίτσας.
Η Γιδοβίτσα (στη Πελοπόννησο λέγεται Σεμπριά), είναι τη συνήθεια της βοσκής των προβάτων από ένα άτομο. Αφού όλοι είχαν πρόβατα, για να μην πήγαιναν ο καθένας ξεχωριστά στα ‘’μανάρια’’ και άφηναν τον οικισμό μόνο του, στέλνανε έναν για όλα. Αργότερα, όταν οι αιτίες εξαλείφθηκαν ή δεν απέδιδαν τα αναμενόμενα, μεγάλο τμήμα αυτών των συνοικισμών εγκαταλείφθηκαν για να κατοικηθούν πιο πυκνά οι πυρήνες των χωριών ή για αναζήτηση καινούργιας κατοικίας που συνήθως συνοδευόταν και από νέα εργασία στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σήμερα, διασχίζοντας αυτά τα μέρη, το μόνο που υπάρχει για να θυμίζει την πληθωρική παρουσία κατοίκων, και κατοίκησης είναι οι χορταριασμένες ‘’πεζούλες’’ ή αναβαθμίδες, που κάποτε διευκόλυναν τις καλλιέργειες.
Τώρα όλες αυτές οι δυσκολίες του ορεινού χώρου είναι χαραγμένες στη μνήμη των γερόντων που θυμούνται ότι τα κοπάδια έκαναν μέρες έως ότου περάσουν όλα, προς τους βοσκότοπους Καμάρια και Νιάλα. Μνήμες όπως ξέρει να τις χαράζει η ζωή με τα διάσημα ‘’τσελιγκάτα’’ των Τσιγαριδαίων, Πλαταίων, Καραϊσκαίων, Πατσαουραίων, Μιχαλοπουλαίων, Σαλαγιάννηδες, Καλογεραίοι, Μαργωναίοι κ.ά, που δεν βρίσκονται πια στα Αγραφιώτικα βουνά και που μιλούν για καιρούς πολέμων ή ειρήνης, για πατρίδες και χώματα που εγκαταλείφθηκαν φεύγοντας άλλοι μετανάστες άλλοι στις μεγάλες πόλεις.
Αποθησαυρίζοντας κείμενα μαθαίνουμε ότι τα Πάνω Άγραφα παζαρεύονται στην Καρδίτσα κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου, όπου πουλούσαν και τα βοτάνια των βουνών τους. Σε αυτά τα παζάρια εκτός από τους εμπόρους και τους ψιλικατζήδες που στήνουν παραπήγματα, παράγκες (τσατούρια), και ξαπλώνουν τα εμπορεύματα τους για πούλημα, έρχονται και οι χωριάτες. Κατά κανόνα τότε τα παζάρια διαρκούσαν οκτώ μέρες. Τις τρεις πρώτες πουλιούνται τα ζώα, γίνεται το ζωοπάζαρο, όπως λένε, από τους γεωργούς που φέρνουν βόδια, μουλάρια, γαϊδούρια, καλοθρεμμένα πρόβατα ή γίδες (μαρτίνια), κοτόπουλα, αυγά, κ.λπ. αγοραστές, είναι άλλοι γεωργοί που έχουν ανάγκη από ζώα.
Εκείνα τα χρόνια την εβδομάδα της Λαμπρής, που αρχίζει τη Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει του Θωμά, την ονόμαζαν Ασπροβδομάδα, και δεν έκαναν καμιά εργασία σε κανένα γεωργικό χωριό, ούτε σε χωράφι πηγαίνουν, ούτε για ξύλα. Ειδικά στα Άγραφα παραδέχονται πως η βδομάδα αυτή ονομάστηκε έτσι επειδή ασπρίζουν οι ρόκες, τα καλαμπόκια. Εδώ όπως και στην Ήπειρο, τα καλαμπόκια δεν τα ξεφλουδίζουν ούτε τα ξεσπειρίζουν το φθινόπωρο που τα μαζεύουν. Τα αποθηκεύουν και όταν έχουν ανάγκη να φέρουν άλεσμα στο μύλο, ξεφλουδίζουν όσα χρειάζονται (ρόκες), και τα άλλα τα φυλάνε.
Αυτές λοιπόν οι ρόκες, όπως ξέρουμε, είναι κίτρινες, οι αγραφιώτες παραδέχονται πως τη Λαμπροβδομάδα ασπρίζουν. Παράδοση, μύθοι, δοξασίες και μεγάλος σεβασμός στην εκκλησία, κυριαρχούν στα απόκρημνα και απομονωμένα αυτά χωριά. Στις 30 Νοεμβρίου του Αγίου Ανδρέα ‘’αυτός που αντρειεύει τα σπαρτά’’ στα Άγραφα έφερναν τα πολυσπόρια (στάρι, καλαμπόκι, κουκιά, φασόλια κ.λπ.), μπροστά στην ωραία πύλη να τα διαβάσει ο παπάς για το καλό. Στις μέρες της ξηρασίας πάλι, έπιαναν μια χελώνα και τη κρεμούσαν στο δέντρο. Γνωρίζουν σίγουρα πως μετά από τρεις μέρες θα βρέξει, όση ξηρασία κι αν έχει.